-
1 ειαρ
-
2 εαρ
1) утроἦρι μάλα и μάλ΄ ἦρι Hom. — рано утром
2) преимущ. веснаπρὸς и περὴ τὸ ἔ. Thuc. — к весне;
ἅμα τῷ ἔαρι Her. и ἔαρος ἀρχομενου Arst. — с наступлением весны;ἔαρος Arst. — весной;μία χελιδὼν ἔ. οὐ ποιεῖ погов. Arst. — одна ласточка не делает весны3) перен. весенняя свежесть, красота, цвет(ὕμνων Anth.)
ἔ. ὁρόωσα νύμφα Theocr. — нимфа с очаровательным взором;γενύων ἔ. Anth. — первый пушок на щеках
См. также в других словарях:
εἶαρ — ἔαρ spring neut voc sg (epic) ἔαρ spring neut acc sg (epic) ἔαρ spring neut nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έαρ — (I) το (AM ἔαρ, Α και εἶαρ) 1. η άνοιξη 2. ομορφιά αρχ. 1. καθετί που βρίσκεται στην άνθησή του («ἔφηβοι... ἔαρ τοῡ δήμου») 2. φρ. α) «ἔαρ θ ὁρόωσα» με το γλυκό χαρούμενό της βλέμμα β) «γενύων... ἔαρ» το πρώτο χνούδι στο πρόσωπο τών εφήβων γ)… … Dictionary of Greek
ίαρ — ἶαρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τύπος αντί τού είαρ, έαρ «αίμα»] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek