-
1 национальный
-
2 национальностьый
национальность||ыйприл ἐθνικός:\национальностьыйая культу́ра ὁ ἐθνικός πολιτισμός· \национальностьыйый гимн ὁ ἐθνικός ὕμνος· \национальностьыйый доход τό ἐθνικό είσόδημα· \национальностьыйое меньшинство́ ἡ ἐθνική μειονότης. -
3 борьба
борьба ж 1) ο αγώνας, η πάλη классовая \борьба αταξικός αγώνας, η πάλη των τάξεων \борьба за мир о αγώνας για την ειρήνη \борьба за независимость о αγώνας για την ανεξαρτη σία* национально-освободительная \борьба ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας 2) спорт, η πάλη вольная \борьба η ελεύθερη πάλη классическая \борьба η ελληνορωμαϊκή πάλη* * *ж1) ο αγώνας, η πάληкла́ссовая борьба́ — ο ταξικός αγώνας, η πάλη των τάξεων
борьба́ за мир — ο αγώνας για την ειρήνη
борьба́ за незави́симость — ο αγώνας για την ανεξαρτησία
национа́льно-освободи́тельная борьба́ — ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας
2) спорт. η πάληво́льная борьба́ — η ελεύθερη πάλη
класси́ческая борьба́ — η ελληνορωμαϊκή πάλη
-
4 гимн
гимн м о ύμνος· государственный \гимн о εθνικός ύμνος· исполнить \гимн εκτελώ τον ύμνο* * *мο ύμνοςгосуда́рственный гимн — ο εθνικός ύμνος
испо́лнить гимн — εκτελώ τον ύμνο
-
5 народный
-
6 отечественный
отечественный πατριωτικός· εθνικός (национальный)· \отечественныйое производство η εθνική παραγωγή ◇ Великая Отечественная война о Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος* * *πατριωτικός; εθνικός ( национальный)оте́чественное произво́дство — η εθνική παραγωγή
••Вели́кая Оте́чественная война́ — ο Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος
-
7 национальность
национальностьж1. ἡ ἐθνικότης, ἡ ἐθνότητα [-ης], τό ἔθνος:какой \национальностьости? ποίας ἐθνικότητος;· по \национальностьости русский ρώσος στήν ἐθνικότητα·2. (национальное своеобразие) ὁ ἐθνικός χαρακτήρας, ἡ ἐθνική ιδιομορφία:\национальность иску́сства ὁ ἐθνικός χαρακτήρας τής τέχνης. -
8 национальный
επ. βρ: -лен, -льна, -льно.1. εθνικός•-ое единство εθνική ενότητα•
национальный флаг εθνική σημαία•
национальный гимн εθνικός ύμνος•
национальный доход εθνικό έσοδο•
национальный костюм εθνική (παραδοσιακή) ενδυμασία.
2. κρατικός•-ое имущество κρατική (δημόσια) περιουσία.
3. της εθνότητας•национальный район περιοχή εθνότητας.
εκφρ.- ое меньшинство – εθνική μειονότητα. -
9 бюджет
ο προϋπολογισμ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бюджет
-
10 этнический
της εθνότηταςεθνικός, ε-θνοτικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > этнический
-
11 всенародный
всенародный παλλαϊκός; εθνικός (национальный)' \всенародный праздник η εθνική γιορτή; \всенародныйое достояние η παλλαϊκή ιδιοκτησία* * *всенаро́дный пра́здник — η εθνική γιορτή*
всенаро́дныйое достоя́ние — η παλλαϊκή ιδιοκτησία
-
12 борьба
борьбаж в разн. знач. ὁ ἀγώνας [-ων], ἡ πάλη:национально-освободительная \борьба ὁ ἐθνικός ἀπελευθερωτικός ἀγώνας; \борьба» классов ἡ ταξική πάλη, ἡ πάλη τῶν τάξεων \борьба противоположностей филос. ἡ πάλη των ἀντιθέσεων \борьба за существование ὁ ἀγώνας γιά τήν ὕπαρξη; \борьба не на жизнь, а на смерть ἀγώνας μέχρι θανάτου; классическая \борьба спорт. ἡ ἐλληνορωμαϊκή πάλη. -
13 гимн
гимнм ὁ ὑμνος:государственный \гимн ὁ κρατικός (или ὁ ἐθνικός) ὕμνος. -
14 народный
народн||ыйприл λαϊκός, ἐθνικός:\народныйое хозяйство ἡ λαϊκή οἰκονομία· \народныйое достояние ἡ ἐθνική περιουσία, τό κτήμα τοῦ λαού· \народныйая власть ἡ λαϊκή ἐξουσία· \народный фронт τό λαϊκό μέτωπο· страны \народныйой демократии οἱ χώρες τής λαϊκής δημοκρατίας' \народныйая песня τό λαϊκό τραγούδι, τό δημώδες ἄσμα· \народный учитель ὁ δημοδι-δάσκαλος· \народный артист ὁ λαϊκός καλλιτέχνης· \народный суд см. нарсуд. -
15 отечественный
отечественн||ыйприл πατρικός, πάτριος, ἐθνικός:\отечественныйого производства ἐγχωρίου παραγωγής· Великая Отечественная война ὁ Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος. -
16 этнический
этническийприл ἐθνικός. -
17 народный
[ναρόντνυϊ] εκ. λαϊκός, εθνικός. народный суд: λαϊκό δικαστήριο -
18 национально-освободительный
[νατσυανάλ'νυϊ] εκ. εθνικόςРусско-греческий новый словарь > национально-освободительный
-
19 абзтаб[νατσυανάλ'να-οσβαμπαντίτιλ'νυϊ] εκ. εθνικοαπελευθερωτικός στ'/][/*] ουσ. θ. εθνικότητα
[νατσυανάλ'νυϊ] εκ. εθνικόςРусско-греческий новый словарь > абзтаб[νατσυανάλ'να-οσβαμπαντίτιλ'νυϊ] εκ. εθνικοαπελευθερωτικός στ'/][/*] ουσ. θ. εθνικότητα
-
20 национальный
[νατσυανάλ'νυϊ] εκ. εθνικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐθνικός — national masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθνικός — ή, ό (AM ἐθνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη 3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός ο ειδωλολάτρης 4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν) παράγωγα ονόματα που δηλώνουν… … Dictionary of Greek
εθνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος: Εθνικός ύμνος. 2. που έχει εθνικά φρονήματα, πατριωτικός: Εθνική Αντίσταση. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εθνικά, τα (γραμμ.), τα παράγωγα ονόματα που δηλώνουν τον κάτοικο χώρας ή πόλης ή αυτόν που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐθνικά — ἐθνικός national neut nom/voc/acc pl ἐθνικά̱ , ἐθνικός national fem nom/voc/acc dual ἐθνικά̱ , ἐθνικός national fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθνικώτερον — ἐθνικός national adverbial comp ἐθνικός national masc acc comp sg ἐθνικός national neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
National Garden of Athens — Εθνικός Κήπος National Gardens Βασιλικός Κήπος Royal Gardens … Wikipedia
ἐθνικῶν — ἐθνικός national fem gen pl ἐθνικός national masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθνικόν — ἐθνικός national masc acc sg ἐθνικός national neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ΕΔΕΣ — (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Πολιτική και στρατιωτική αντιστασιακή οργάνωση, που έδρασε κατά την περίοδο της Κατοχής. Ιδρύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1941, αλλά ουσιαστικά η ίδρυσή της πρέπει να τοποθετηθεί στις 15 Οκτωβρίου του ίδιου … Dictionary of Greek
ΕΟΦ — (Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων). Κρατικός οργανισμός που λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ιδρύθηκε με τον νόμο 1316/1983, υπάγεται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και έχει ως αποστολή του την προστασία της δημόσιας… … Dictionary of Greek
Κουτσούπας, Μανούσος — Εθνικός αγωνιστής από τα Σφακιά. Ήταν γόνος της παλιάς ισχυρής οικογένειας των Στρατίκων. Πήρε μέρος, ως οπλαρχηγός των συμπατριωτών του, στην ατυχή επανάσταση του 1770 και διακρίθηκε για τον ηρωισμό του … Dictionary of Greek