-
1 добровольный
-
2 добровольноный
добровольно||ныйприл ἐκούσιος, ἐθελοντικός:\добровольноныйное общество ὁ σύλλογος· на \добровольноныйных началах προαιρετικά. -
3 добровольноческий
добровольно||ческийприл ἐθελοντικός, ἐθελούσιος:\добровольноческийческий отряд τό ἐθελοντικό ἀπόσπασμα. -
4 волонтёрный
επ.εθελοντικός, του εθελοντή. -
5 волонтёрский
επ. παλ. εθελοντικός•волонтёрский корпус εθελοντικό σώμα.
-
6 добровольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; εθελοντικός•добровольный взнос εθελοντική εισφορά.
-
7 добровольческий
επ.εθελοντικός•добровольческий отряд εθελοντικό τμήμα.
-
8 доброхотный
επ., ер:-тен, -тна-тна,-тно παλ.βλ. доброжелательный. || φιλικός. || εθελοντικός, θεληματικός, εκούσιος. -
9 ополчение
-я ουδ.1. παλ. λαϊκός εφεδρικός στρατός, λαϊκή φρουρά.2. εθελοντικός στρατός. -
10 ополченский
επ.λαϊκοφρουρ ίτ ικος. || εθελοντικός.
См. также в других словарях:
εθελοντικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον εθελοντή 2. αυτός που αποτελείται από εθελοντές («εθελοντικός στρατός»«) … Dictionary of Greek
εθελοντικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον εθελοντή, εκούσιος: Η συμμετοχή στον έρανο είναι εθελοντική. 2. (για στρατ. σώματα), που αποτελείται από εθελοντές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεληματικός — ή, ό (Μ θεληματικός, ή, όν) [θέλημα] αυτός που γίνεται με τη θέληση κάποιου, εκούσιος, εθελοντικός νεοελλ. σκόπιμος («όποιος κάνει αυτό με απόφαση θεληματική», Σολωμ.). επίρρ... θεληματικώς και ά (Μ θεληματικῶς και ά) με τη θέληση μου (σου, του) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… … Dictionary of Greek
εκούσιος — α, ο επίρρ. α που γίνεται με τη θέληση κάποιου, θεληματικός, εθελοντικός: Εκούσια απαγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)