-
1 εγχώριος
[энхориос] εκ. местный, туземный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εγχώριος
-
2 здешний
здешний εγχώριος ντόπιος (местный) я \здешний είμαι απ' εδώ* * *εγχώριος; ντόπιος ( местный)я зде́шний — είμαι απ'εδώ
-
3 местный
местный в рази. знач. τοπικός· ντόπιος, εγχώριος (туземный); \местныйое время η τοπική ώρα· \местный житель о ντόπιος ◇ \местный наркоз η τοπική αναισθησίοι* * *в разн. знач.τοπικός; ντόπιος, εγχώριος ( туземный)ме́стное вре́мя — η τοπική ώρα
ме́стный жи́тель — ο ντόπιος
••ме́стный нарко́з — η τοπική αναισθησία
-
4 местный
местн||ыйприл в разн. знач. τοπικός/ ἐντόπιος, ἐγχώριος (здешний, туземный):\местныйый житель ὁ ἐντόπιος· \местныйый · колорит τό τοπικό χρώμα· \местныйый говор ἡ ντοπιολαλιά, ἡ τοπική διάλεκτος· \местныйое явление τό τοπικό φαινόμενο· \местныйый наркоз мед. ἡ τοπική ἀναισθησία· \местныйые вли́сти οἱ τοπικές ἀρχές· \местныйый комитет см. местком. -
5 местный
επ.1. τοπικός•местный обычай τοπική συνήθεια (έθιμο)•
местный говор διάλεκτος, τοπολαλιά;
2. μερικός, μη γενικός•-ое явление τοπικό φαινόμενο•
местный наркоз τοπική νάρκωση•
-ые органы власти τοπικά όργανα εξουσίας•
-ая газета τοπική εφημερίδα•
-ое самоуправление τοπική αυτοδιοίκηση•
-го значения τοπικής σημασίας.
|| εγχώριος, ντόπιος•-ые товары εγχώρια εμπορεύματα•
-ое население ντόπιος πληθυσμός.
εκφρ.- ое время – τοπική ώρα•местный колорит – τοπική χροιά (έργων τέχνης)•местный падеж – (γραμμ.) τοπική (προθετική) πτώση. -
6 отечественный
επ.πάτριος, της πατρίδας• προγονικός•отечественный язык η γλώσσα των προγόνων•
-ая страна η γενέθλια χώρα.
|| εγχώριος•товары -ого производства εμπορεύματα εγχώριας παραγωγής.
εκφρ.- ая воина – πατριωτικός πόλεμος.
См. также в других словарях:
ἐγχώριος — in masc nom sg ἐγχώριος in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγχώριος — α, ο (AM ἐγχώριος, ον) 1. (για προϊόντα) αυτός που παράγεται στη χώρα, εντόπιος 2. ως ουσ. μόνιμος κάτοικος ενός τόπου αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη χώρα («ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί», Πίνδ.) 2. τοπικός 3. αγροτικός 4. (το ουδ. ως επίρρ … Dictionary of Greek
εγχώριος — α, ο που ανήκει σε κάποια χώρα, που προέρχεται ή παράγεται από αυτή, ντόπιος: Εγχώρια προϊόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγχωρίως — ἐγχώριος in adverbial ἐγχώριος in masc acc pl (doric) ἐγχώριος in adverbial ἐγχώριος in masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχώριον — ἐγχώριος in masc acc sg ἐγχώριος in neut nom/voc/acc sg ἐγχώριος in masc/fem acc sg ἐγχώριος in neut nom/voc/acc sg ἐγχωρέω give room imperf ind act 3rd pl (doric) ἐγχωρέω give room imperf ind act 1st sg (doric) ἐγχωρέω give room imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίων — ἐγχώριος in fem gen pl ἐγχώριος in masc/neut gen pl ἐγχώριος in masc/fem/neut gen pl ἐγχωρέω give room pres part act masc nom sg (doric) ἐγχωρέω give room pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίοις — ἐγχώριος in masc/neut dat pl ἐγχώριος in masc/fem/neut dat pl ἐγχωρέω give room pres opt act 2nd sg (doric) ἐγχωρέω give room pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίου — ἐγχώριος in masc/neut gen sg ἐγχώριος in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίους — ἐγχώριος in masc acc pl ἐγχώριος in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίῳ — ἐγχώριος in masc/neut dat sg ἐγχώριος in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχώρια — ἐγχώριος in neut nom/voc/acc pl ἐγχώριος in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)