-
1 εγχαραγμα
-
2 εγχάραγμα
τό1) надрез, насечка, зарубка; 2) гравюра -
3 εγχάραξη
[-ις (-εως)] η1) высекание, вырезывание; насечка; 2) гравировка; 3) перен. запечатление; 4) см. εγχάραγμα
См. также в других словарях:
εγχάραγμα — το (AM ἐγχάραγμα) νεοελλ. εντομή, χαραματιά αρχ. (για έδαφος) κοίλωμα, χαράδρα … Dictionary of Greek
εναποσφράγισμα — ἐναποσφράγισμα, το (Α) αποτύπωμα, απεικόνιση, εγχάραγμα … Dictionary of Greek
εντύπωμα — το (Α ἐντύπωμα) το αποτέλεσμα τού εντυπώνω (εντυπώ), το αποτύπωμα, το ίχνος νεοελλ. ανατ. κοιλότητα πάνω στην επιφάνεια ενός οργάνου μέσα στην οποία εισχωρεί τμήμα άλλου οργάνου αρχ. το σχήμα που χαράχθηκε ή αποτυπώθηκε με πίεση, εγχάραγμα,… … Dictionary of Greek
παρεγχάραγμα — τὸ, Μ αλλοίωση, φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγχάραγμα (< ἐγχαράσσω «χαράζω, κάνω εντομές σε σκληρό υλικό»)] … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek