Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εγκεκριμένος

См. также в других словарях:

  • εγκεκριμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του εγκρίνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκεκριμένος — ἐγκρίνω reckon in perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδόκιμος — η, ο (Α ἀδόκιμος, ον) [δόκιμος] μη παραδεδεγμένος, μη εγκεκριμένος, μη καθιερωμένος νεοελλ. «αδόκιμη λέξη», αυτή που δεν απαντά σε δόκιμους, σε κλασικούς δηλαδή συγγραφείς «αδόκιμος συγγραφέας», άσημος, μη κλασικός, αυτός που δεν διαβάζεται αρχ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»