-
1 εγκεκριμένος
-
2 ἐγκεκριμένος
-
3 onaylı
εγκεκριμένος, θεωρημένος -
4 патентованный
-
5 смета
ο προϋπολογισμ/ός, η εκτίμηση (του κόστους)η αποτίμησηο υπολογισμόςутверждённая - βεβαιωμένος -, εγκεκριμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смета
См. также в других словарях:
εγκεκριμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του εγκρίνω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκεκριμένος — ἐγκρίνω reckon in perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδόκιμος — η, ο (Α ἀδόκιμος, ον) [δόκιμος] μη παραδεδεγμένος, μη εγκεκριμένος, μη καθιερωμένος νεοελλ. «αδόκιμη λέξη», αυτή που δεν απαντά σε δόκιμους, σε κλασικούς δηλαδή συγγραφείς «αδόκιμος συγγραφέας», άσημος, μη κλασικός, αυτός που δεν διαβάζεται αρχ.… … Dictionary of Greek