-
1 εγκαρδιακός
η, ό[ν]1) сердечный, задушевный;εγκαρδιακός φίλος — задушевный друг;
εγκαρδιακή αγάπη — искренняя любовь;
2) родной (о детях, братьях)
См. также в других словарях:
εγκαρδιακός — ή, ό 1. γκαρδιακός, αυτός που προέρχεται από την καρδιά, ειλικρινής («φίλος εγκαρδιακός») 2. (για παιδιά) γνήσιος … Dictionary of Greek
γκαρδιακός — ή και ιά, ό 1. εγκάρδιος, ολόψυχος, ειλικρινής 2. (για αδελφό) από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μάννα, μη ετεροθαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εγκαρδιακός < αρχ. εγκάρδιος] … Dictionary of Greek