-
1 εβδομάδα
εβδομάδα ηнеделя, седмица;ΦΡ.Μεγάλη Εβδομάδα / Εβδομάδα των Παθών — Страстная СедмицаΚαθαρά Εβδομάδα — первая неделя Великого Поста, см. Μεγάλη Εβδομάδα (буквально – Чистая неделя)Этим.< дргр. εβδομάς, -άδος < έβδομος «седьмой» -
2 έβδομάδα
η неделя; -
3 εβδομάδα
[евдомада] ουσ θ неделя. -
4 Λευκή Εβδομάδα
Λευκή Εβδομάδα ηСветлая Седмица, см. Διακαινήσιμη εβδομάδαΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Λευκή Εβδομάδα
-
5 Μεγάλη Εβδομάδα
Μεγάλη Εβδομάδα ηΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Μεγάλη Εβδομάδα
-
6 Διακαινήσιμη εβδομάδα
Διακαινήσιμος εβδομάς κ. Διακαινήσιμη εβδομάδα ηСветлая седмица – неделя после Пасхи до Недели апостола ФомыЭтим.< δια- + καινός «новый». Эта неделя получила такое название, потому что считалась первой неделей церковного годаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Διακαινήσιμη εβδομάδα
-
7 Καθαρά Εβδομάδα
Καθαρά Εβδομάδα ηпервая неделя Великого Поста (Чистая Неделя). Начинается с Чистого Понедельника и заканчивается Неделей Торжества ПравославияΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Καθαρά Εβδομάδα
-
8 μεσονηστήσιμη εβδομάδα
μεσονηστήσιμη εβδομάδα ηнеделя, разделяющая на две части Великий ПостΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μεσονηστήσιμη εβδομάδα
-
9 πάθος
πάθος το1) страсть;2) беда, горесть, страдание;ΦΡ.Εβδομάδα των Παθών — Страстная Неделя – неделя перед праздником Воскресения Христова, когда Церковь молитвенно вспоминает спасительные страдания Христовы, см. Μεγάλη ΕβδομάδαЭтим.дргр. < πάσχω «страдать, терпеть» -
10 επόμενος
η, ο[ν] следующий, последующий, дальнейший;συνέχεια στο επόμενο (φύλλο) — продолжение следует;
την επόμένην εβδομάδα — на следующей неделе;
η επόμένη — следующий день;
την επόμένη — на следующий день;
ποιός είναι ο επόμ; — кто следующий?;
§ ως ήτο επόμενον — как и следовало ожидать;
επόμενο ήταν — так и следовало ожидать;
επόμενόν είναι να... — после этого естественно, что...;
τα επόμενα — то, что следует
-
11 προσεχής
ης, ες1) предстоящий;τό προσεχες συνέδριο — предстоящий съезд;
2) будущий, наступающий; следующий, ближайший;την προσεχή εβδομάδα — на следующей неделе;
η συνέχεια εις το προσεχες (τεύχος, φύλλον) — продолжение в следующем номере;
3) близкий (по времени);η νίκη είναι προσεχής — победа близка
-
12 Τυροφάγος
η, тж. εβδομάδα της Τυροφάγου рел сыропустная неделя -
13 Διακαινήσιμος εβδομάς
Διακαινήσιμος εβδομάς κ. Διακαινήσιμη εβδομάδα ηСветлая седмица – неделя после Пасхи до Недели апостола ФомыЭтим.< δια- + καινός «новый». Эта неделя получила такое название, потому что считалась первой неделей церковного годаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Διακαινήσιμος εβδομάς
См. также в других словарях:
εβδομάδα — εβδομάδα, η και βδομάδα, η χρονική περίοδος εφτά ημερών και ιδίως από την Κυριακή ως και το Σάββατο ή συνήθως από τη Δευτέρα ως και την Κυριακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εβδομάδα — Χρονικό διάστημα επτά ημερών. Η διαίρεση του έτους σε ε. προέρχεται πιθανότατα από τους Χαλδαίους, η χρήση όμως της ε. συναντάται ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. στους Βαβυλωνίους, τους Αιγυπτίους, τους Πέρσες και τους Κινέζους. Οι Εβραίοι εφάρμοσαν… … Dictionary of Greek
ἑβδομάδα — ἑβδομάς the number seven fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομάδ' — ἑβδομάδα , ἑβδομάς the number seven fem acc sg ἑβδομάδι , ἑβδομάς the number seven fem dat sg ἑβδομάδε , ἑβδομάς the number seven fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
τυροφάγος — α, ο / τυροφάγος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν νεοελλ. μσν. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τυροφάγος (ενν. εβδομάδα) η εβδομάδα μετά την Κυριακή τής Αποκριάς κατά την οποία δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς τής Ορθόδοξης Εκκλησίας να τρων κρέας, αλλά… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Mia Nihta Zoriki — Μια νύχτα ζόρικη Studio album by Paschalis Terzis Released November … Wikipedia
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek