-
1 εανος
-
2 ειανος
-
3 αμβροσιος
3 и 2присущий (принадлежащий) бессмертным или ниспосланный бессмертными, т.е. божественный(ἑανός, εἶδαρ, ἔλαιον, νύξ, ὕπνος Hom.; ὄψ HH.; μολπή Hes.; ἔπεα Pind.; αὐγά Eur.)
-
4 αργης
I.(δημός, ἑανός Hom.; κεραυνός Hom., Arph., Arst.; μαλλός Aesch.; Κολωνός Soph.)
II.- οῦ, дор. ἀργᾶς -ᾶ ὅ арг (род змеи, тж. ирон. прозвище Демосфена) Aeschin., Plut.III.ῆσσα, ῆν стяж. к ἀργήεις -
5 νεκταρεος
См. также в других словарях:
εανός — ἐανός, ή, όν (Α) 1. (για ρούχα) λεπτός, ωραίος, κομψός 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐανός α) λεπτό φόρεμα β) ιστίο πλοίου … Dictionary of Greek
ἑανός — fine masc nom sg ἑᾱνός , ἑανός fine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανῶν — ἑανός fine masc gen pl ἑᾱνῶν , ἑανός fine fem gen pl ἑᾱνῶν , ἑανός fine masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανόν — ἑανός fine masc acc sg ἑᾱνόν , ἑανός fine masc acc sg ἑᾱνόν , ἑανός fine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανοῖο — ἑανός fine masc gen sg (epic) ἑᾱνοῖο , ἑανός fine masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανοί — ἑανός fine masc nom/voc pl ἑᾱνοί , ἑανός fine masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανοῦ — ἑανός fine masc gen sg ἑᾱνοῦ , ἑανός fine masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανούς — ἑανός fine masc acc pl ἑᾱνούς , ἑανός fine masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανῷ — ἑανός fine masc dat sg ἑᾱνῷ , ἑανός fine masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέανος — εὐέανος, ον (Α) ντυμένος με ωραία και πλούσια ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εανός «λεπτός, κομψός»] … Dictionary of Greek
οιέανος — οἰέανος, ον (Α) αυτός που έχει μόνο ένα ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + ἐανός «κομψός» (για ενδύματα)] … Dictionary of Greek