-
1 εαλων
-
2 ηλων
-
3 αλισκομαι
(служит pass. к αἱρέω См. αιρεω; impf. ἡλισκόμην, fut. ἁλώσομαι, aor. ἥλων и ἑάλων, pf. ἥλωκα и ἑάλωκα, ppf. ἑαλῶκειν - ион. ἡλῶκειν; inf. aor. ἁλῶναι и ἁλῶμεναι - поздн. ἁλωθῆναι)1) попадать(ся), попадать в плен, быть захватываемым(χερσὴν ὑφ΄ ὑμετέρῃσιν ἁλοῦσα πόλις Hom.)
ἀψῖσι λίνου ἁλῶναι Hom. — попасться в силок;εἰς τοὺς πολεμίους ἁ. Plat. — попасть в плен к врагам;γράμματα πεμφθέντα ἑάλωσαν εἰς Ἀθήνας Xen. — посланное (в Лакедемон) письмо было перехвачено (и направлено) в Афины;ἥ σελήνη ὑπὸ τῆς σκιᾶς ἁλίσκεται Plut. — происходит затмение луны2) быть постигаемым, поражаемым(θανάτῳ ἁλῶναι Hom.)
μανίᾳ ἁλούς Soph. — охваченный безумием;τοῦ κάλλους τινὸς ἁλόντες Luc. — плененные чьей-л. красотой;ἔκ τινος ἁλοὺς ἀπάταις Soph. — ставший жертвой чьего-л. обмана;νοσήμασι ἁ. μανικοῖς Arst. — заболеть душевными недугами3) достигаться, быть обретаемым(χρήμασι Soph.; τέχνῃ Eur.)
4) гибнуть, погибатьἀνέρ ἁλωκώς Pind. — умерший5) быть уличаемым, пойманнымἁλῶναί τινος Plut. — быть изобличенным в чем-л.;
οὐ προδοῦσ΄ ἁλώσομαι Soph. — меня нельзя будет уличить в измене6) быть осуждаемымἁλῶναι θανάτου Plut. — быть приговоренным к смерти (ср. 2);
ψήφοις ἁπάσαις ἁ. Plut. — быть осужденным единогласно;ἁ. τινος и ἐπί τινι Plut. — быть осужденным за что-л.;ἥ ἁλοῦσα δίκη Plat. — решенное дело
См. также в других словарях:
ἑάλων — ἑά̱λων , ἁλίσκομαι to be taken aor ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἑά̱λων , ἁλίσκομαι to be taken aor ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
άλωση — η (AM ἅλωσις) εκπόρθηση, κατάκτηση, κατάληψη, καταστροφή νεοελλ. (ειδικότερα) η Άλωση η άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως μσν. (για πρόσωπα) σύλληψη, αιχμαλωσία αρχ. 1. (για ζώα) άγρευση, σύλληψη 2. τα μέσα για την εκπόρθηση μιας πόλης 3. (ως νομικός… … Dictionary of Greek
οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek