-
1 δύσοσμος
III [voice] Act., having a bad nose, Arist.Insomn. 459b22.IV δύσοσμον, τό, = σκόρδιον, Ps.-Dsc.3.111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσοσμος
-
2 δυσοσμος
ион. δύσοδμος 21) зловонный(τράγων πώγωνες Her.; ὀσμέ τοῦ πνεύματος Arst.)
2) лишенный запаха, т.е. не позволяющий (собакам) отыскивать дичь по следам(γῆ Xen.)
3) с притупившимся обонянием
См. также в других словарях:
ηδύοσμος — η, ο (AM ἡδύοσμος, ον) 1. αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη οσμή, ο εύοσμος 2. (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ ἡδύοσμον ἡὁ ἡδύοσμος το φυτό μίνθη, κν. δυόσμος («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῑν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῡσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * … Dictionary of Greek