-
1 δυσκάθαρτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκάθαρτος
-
2 δυσκαθαρτος
См. также в других словарях:
νεοκάθαρτος — νεοκάθαρτος, ον (Α) αυτός που υπέστη κάθαρση πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καθαρτος (< καθαίρω), πρβλ. δυσ κάθαρτος] … Dictionary of Greek