Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δῠσ-ηλεγής

См. также в других словарях:

  • τανηλεγής — ές, ΜΑ μσν. φρ. «τανηλεγὴς ὕπνος» ο θάνατος (Νικ. Χων.) αρχ. (για τον θάνατο) αυτός που προκαλεί πολλά μοιρολόγια ή, κατ άλλους, ο πολύ οδυνηρός. επίρρ... τανηλεγέως Α με πολλά μοιρολόγια ή με πολύ ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μαρτυρείται μόνο… …   Dictionary of Greek

  • leg-2 —     leg 2     English meaning: to take care about smth.     Deutsche Übersetzung: ‘sich worum kũmmern”?     Material: Gk. ἀλέγω “kũmmere mich um etwas”, ἀλεγίζω ds., ἀλεγύνω “besorge” (ἀ = die preposition n̥ “in”); Hom. δυσ ηλεγής, epithet of… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»