-
1 δυσεξίλλητος
δῠσεξ-ίλλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσεξίλλητος
-
2 δυσεξειλήτως
δῠσεξ-ειλήτως, v. - ίλλητος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσεξειλήτως
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский