Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δῠο

  • 121 εἷς, μία, ἕν

    + ЧC 388-277-130-123-134=1052 Gn 1,5.9; 2,11.21.24
    one 2 Chr 9,13; first Gn 1,5; one, the same Gn 1,9; one, a, an (used as indefinite art.) Gn 21,15
    εἷς ἕκαστος each one 4 Mc 4,26; οὐ μίαν οὐδὲ δύο not once nor twice 2 Kgs 6,10; εἷς... εἷς... the one... the other... Neh 4,11; τῆς μιᾶς σαββάτων of the first day of the week Ps 23 (24),1, see also σαββάτον
    *1 Chr 24,6 εἷς one-אחד for MT אחז seized by, pointed to; *Am 7,1 εἷς one-אחד for MT אחר after, see also Gn 22,13, Ez 10,11; *Ps 108(109),13 μιᾷ one-אחד for MT אחר an other, see also Gn 43,14, cpr. 1 Kgs 7,45(8)
    → NIDNTT; TWNT

    Lust (λαγνεία) > εἷς, μία, ἕν

  • 122 εὖρος

    -ους τό N 3 13-4-36-3-1=57 Ex 25,23; 26,2.8; 27,1.12
    breadth, width; δύο πήχεος τὸ εὖρος two cubits wide

    Lust (λαγνεία) > εὖρος

  • 123 ζῷον

    -ου + τό N 2 1-0-13-5-19=38 Gn 1,21; Ez 1,5.13(bis).15
    living being, animal Gn 1,21
    *Hab 3,2 (ἐν μέσῳ δύο) ζῴων (between two) living creatures -חיים (נישׁ בקרב) for MT חייהו (ניםשׁ בקרב) (in the midst of the years) bring it to life; *Jb 38,14 ἔπλασας ζῷον you formed a living creature, you gave life
    -חיתם? חיה for MT חותם seal
    Cf. MARGOLIS, M.L. 1970 413(Hab 3,2); →TWNT

    Lust (λαγνεία) > ζῷον

  • 124 ἡμεῖς R[/*] pl. of ἐγώ; acc. ἡμᾶς; gen. ἡμῶν; dat. ἡμῖν; we, us

    -ας + N 1 566-660-498-443-400=2567 Gn 1,5(bis).8.13.14(bis)
    day Gn 1,5; feast day 1 Mc 7,49; ἡμέραι age Gn 18,11; lifetime Gn 5,17; times, period Dt 4,32
    τὴν ἡμέραν (as adv.) daily Ex 29,38; καθ᾽ ἡμέραν daily Nm 4,16; ἡμέραν καθ᾽ ἡμέραν id. 2 Chr 30,21; καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν id. Jb 1,4; κατὰ τὴν ἡμέραν τινός in the day of Ps 94(95),8; τὸ τῆς ἡμέρας the daily portion Dn 1,5; πρὸς ἡμέραν at day break Ex 14,27; ἡ ἡμέρα τῶν σαββάτων Sabbath day 1 Mc 2,32; ἡ σήμερον ἡμέρα today, this day 1 Mc 10,30; ἡ ἐπερχομένη ἡμέρα the following day 3 Mc 5,2; μιᾶς ὑπὸ καιρὸν ἡμέρας within the space of one day 2 Mc 7,20; μετὰ δύο ἔτη ἡμερῶν after two years fully expired 1 Mc 1,29; ἡμέραν καὶ νύκτα day and night Gn 8,22; Ἡμέρα Day (proper name) Jb 42,14
    *2 Chr 24,18 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ in that day corr.? ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ταύτῃ for MT זאת ם/מתשׁא/ב because of this (their) sin; *Dt 32,35 ἐν ἡμέρᾳ in the day-ליום for MT לי for me, cpr. Sam. Pent.; *1 Sm 21,14 ἡμέρα day-יום for MT ם/יד their hand; *Jer 31(48),16 ἡμέρα appointed time, day-עת for MT איד calamity; *Mi 7,12 ἡμέρα day-יום for MT ים sea; *Ps 72(73),10 καὶ ἡμέραι and days-וימי for MT ומי and waters of, see also Lam 5,4
    Cf. ALLEN, L. 1974b, 13 (2 Chr 24,18); LE BOULLUEC 1989, 181-182; →NIDNTT, TWNT

    Lust (λαγνεία) > ἡμεῖς R[/*] pl. of ἐγώ; acc. ἡμᾶς; gen. ἡμῶν; dat. ἡμῖν; we, us

  • 125 ἡμέρα

    -ας + N 1 566-660-498-443-400=2567 Gn 1,5(bis).8.13.14(bis)
    day Gn 1,5; feast day 1 Mc 7,49; ἡμέραι age Gn 18,11; lifetime Gn 5,17; times, period Dt 4,32
    τὴν ἡμέραν (as adv.) daily Ex 29,38; καθ᾽ ἡμέραν daily Nm 4,16; ἡμέραν καθ᾽ ἡμέραν id. 2 Chr 30,21; καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν id. Jb 1,4; κατὰ τὴν ἡμέραν τινός in the day of Ps 94(95),8; τὸ τῆς ἡμέρας the daily portion Dn 1,5; πρὸς ἡμέραν at day break Ex 14,27; ἡ ἡμέρα τῶν σαββάτων Sabbath day 1 Mc 2,32; ἡ σήμερον ἡμέρα today, this day 1 Mc 10,30; ἡ ἐπερχομένη ἡμέρα the following day 3 Mc 5,2; μιᾶς ὑπὸ καιρὸν ἡμέρας within the space of one day 2 Mc 7,20; μετὰ δύο ἔτη ἡμερῶν after two years fully expired 1 Mc 1,29; ἡμέραν καὶ νύκτα day and night Gn 8,22; Ἡμέρα Day (proper name) Jb 42,14
    *2 Chr 24,18 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ in that day corr.? ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ταύτῃ for MT זאת ם/מתשׁא/ב because of this (their) sin; *Dt 32,35 ἐν ἡμέρᾳ in the day-ליום for MT לי for me, cpr. Sam. Pent.; *1 Sm 21,14 ἡμέρα day-יום for MT ם/יד their hand; *Jer 31(48),16 ἡμέρα appointed time, day-עת for MT איד calamity; *Mi 7,12 ἡμέρα day-יום for MT ים sea; *Ps 72(73),10 καὶ ἡμέραι and days-וימי for MT ומי and waters of, see also Lam 5,4
    Cf. ALLEN, L. 1974b, 13 (2 Chr 24,18); LE BOULLUEC 1989, 181-182; →NIDNTT, TWNT

    Lust (λαγνεία) > ἡμέρα

  • 126 ἥμισυς,-εια,-υ

    + A 32-61-14-21-14=142 Ex 24,6(bis); 25,10(ter)
    half, the half of Jos 13,31; τὸ ἥμισυ the half Lv 6,13(20); the half of [τινος] Ex 24,6
    τὰς ἡμίσεις τῶν ἁμαρτιῶν half of the sins (followed by a subst. in gen., which determines the number and gender of ἥμισυς) Ez 16,51, see also 1 Mc 3,34; οἱ ἡμίσεις φυλῆς the half tribe Jos 4,12; δύο πήχεων καὶ ἡμίσους two cubits and a half Ex 25,10(9); ἐν ἡμίσει τῆς νυκτός at midnight JgsB 16,3; ἥμισυ τῆς ἡμέρας middle of the day Neh 8,3; ἥμισυ ἡμερῶν μου in the midst of my days Ps 101(102),25; ἥμισυ [+comp.] half Jos 9,2d; [+verb] Neh 13,24 *1 Chr 4,31 ἥμισυ Σωσιμ half of Sosim-סוסים חצי for MT סוסים חצר Hazar Susim (horse-farm)
    Cf. ALLEN, L. 1974B, 82(1 Chr 4,37)

    Lust (λαγνεία) > ἥμισυς,-εια,-υ

  • 127 μέσος

    -η,-ον + A 219-235-252-86-77=872 Gn 1,4(bis).6(bis).7
    middle, in the middle Ex 26,28; in the midst Gn 15,10; (τὸ) μέσον midst Ex 36,30
    μέσον τῶν παρεμβολῶν between the camps Nm 2,17; μέσον τῆς θαλάσσης in the middle of the sea Ex 14,27; ἀνὰ μέσον τῶν δύο κέρκων ἐν τῷ μέσῳ right in the middle between two tails JgsA 15,4; ἀνὰ μέσον ποίμνης καὶ ποίμνης between drove and drove, between one flock and the other Gn 32,17; διὰ μέσον through Am 5,17; ἐν μέσῳ τῷ παραδείσῳ in the middle of paradise Gn 2,9; περὶ μέσας νύκτας about midnight Ex 11,4(primo); εἰς τὸ
    μέσον into the middle or centre 1 Kgs 6,8; (τὸ) μέσον τινός the
    middle of Ex 11,4(secundo); ἐκ μέσου τῶν ὀδόντων out of the midst of the teeth, from the teeth Jb 29,17; ἦρται ἐκ τοῦ μέσου he has been moved out of the way Is 57,2; μένει γὰρ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τὴν ῥομφαίαν ἔχων πρίσαι σε μέσον for the angel of God is standing with a sword to saw you into two SusTh 59
    Cf. CARAGOUNIS 1990, 50; LE BOULLUEC 1989 88.268; LLEWELYN 1994 207(n.36); SOLLAMO 1979 236-
    239.247-257.267-269.343-346.350-351; WEVERS 1990 163.459

    Lust (λαγνεία) > μέσος

  • 128 πρό

    + P 74-10-57-48-62=251 Gn 2,5(bis); 11,4; 13,10; 19,4
    [τινος]: before, in front of (of place) 2 Mc 12,27; before (of time) 2 Mc 15,36
    πρὸ τοῦ [+inf.] before Gn 2,5; πρὸ βραχέως a little ago 4 Mc 9,5; πρὸ ὀλίγου id. Wis 14,20; πρὸ μικροῦ id. Wis 15,8; πρὸ προσώπου σου before you Ex 23,20; πρὸ δύο ἐτῶν τοῦ σεισμοῦ two years before the earthquake Am 1,1
    Cf. ALEXANDRE 1988 229(Gn 2,5); JOHANNESSOHN 1910 1-82; 1926 184-198; LE BOULLUEC 1989
    189(Ex 17,6); SOLLAMO 1979, 321-324; WEVERS 1990 266(Ex 17,6); 1993 22(Gn 2,5).148.149(Gn
    11,4); →NIDNTT; TWNT

    Lust (λαγνεία) > πρό

См. также в других словарях:

  • δύο — και δυο αριθμ., που δηλώνει δύο μονάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δύο — Acut. (Sp.) indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… …   Dictionary of Greek

  • δυο- — (AM και δύω ) 1. α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι στο β συνθετικό, όταν αυτό είναι αριθμητικό, προστίθεται ο αριθμός δύο 2. ως αντικ. τού β συνθετικού (π.χ. δυοποιός) …   Dictionary of Greek

  • Δύο τοίχους ἀλείφειν. — δύο τοίχους ἀλείφειν. См. И нашим и вашим …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δύο σωμάτων, πρόβλημα των- — Ειδική περίπτωση του προβλήματος ν σωμάτων, κατά την οποία μπορεί να βρεθεί μια γενική λύση για τις τροχιές δύο σωμάτων, υπό την επίδραση της αμοιβαίας έλξης της βαρύτητας. Παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι η κίνηση ενός πλανήτη γύρω από τον… …   Dictionary of Greek

  • Δύο Βουνά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 191 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται Α του Γοργοπόταμου, Ν της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γοργοποτάμου …   Dictionary of Greek

  • Δύο Πρίνοι — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου …   Dictionary of Greek

  • Δύο Ρεύματα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στις δυτικές απολήξεις του Πηλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηλέων …   Dictionary of Greek

  • Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… …   Dictionary of Greek

  • Δύο Σικελιών, Βασίλειο — Βλ. λ. Ανδηγαυία· Νάπολη· Σικελία· Ιταλία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»