-
1 δυοδεκατημόριον
δυοδεκατημόριονneut nom /voc /acc sg -
2 δυοδεκάς
δῠοδεκάς, [suff] δῠνᾰτ-δεκᾰδικός, v. δυω-. [full] δῠοδεκαπλάσιος, = δωδ-, Bito 59.8. [full] δῠοδεκᾰτημόριον, τό, = δωδεκ-, Paul.Al.K.1. [full] δυόδεκο,A v. δυώδεκα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυοδεκάς
См. также в других словарях:
δυοδεκατημόριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)