-
41 ἐπιταλάριος
ἐπι-ταλάριος, mit einem Körbchen, Ἀφροδίτη, die in Rom einen Tempel hatte -
42 ἐπιτύμβιος
ἐπι-τύμβιος, u. ἐπί-τυμβος, auf dem Grabe, zum Grabe gehörig, αἶνος, ϑρῆνος, Grabgesang; χοαί, Grabspenden. Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία, die röm. Venus Libitina -
43 ἐρίζω
ἐρίζω, (1) streiten, zanken, meist wie ἐριδαίνω vom Wettstreit, u. übh. von feindseliger Gesinnung; ἀντιβίην τινί, offenbar mit j-m streiten; περί τινος, über etwas; τὸ γὰρ δίκαιον οὐκ ἔχει λόγον δυοῖν ἐρίζειν, das Gerechte darf nicht Streit erregen. (2) bes. wettstreiten, wetteifern, τινί, mit einem; Ἀφροδίτῃ κάλλος, mit der Aphrodite an Schönheit, in Betreff der Schönheit; δρηστοσύνῃ, mit den Füßen, d. i. im Laufe mit j-m wetteifern; absolut, Νέστωρ οἶος ἔριζε, Nestor allein wetteiferte, tat es gleich, nahm es auf; ἐρίζοντες αἱροῦσι τὸ χωρίον, wetteifernd nehmen sie den Platz ein. (3) wettkämpfen; ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι, er wetteiferte an Klugheit mit dem Zeus -
44 εὐθάλαμος
εὐ-θάλαμος, Ἀφροδίτη, die Ehe beglückend -
45 εὔχαρις
εὔ-χαρις, εὔχαρι, ιτος, u. εὐ-χαρής, ές, anmutig, angenehm; ἐν τῷ διδόναι, freigebig; τὸ εὔχαρι, die Artigkeit; beliebt; Ἀφροδίτη, wohlwollend, gnädig -
46 εὔχαρι
εὔ-χαρις, εὔχαρι, ιτος, u. εὐ-χαρής, ές, anmutig, angenehm; ἐν τῷ διδόναι, freigebig; τὸ εὔχαρι, die Artigkeit; beliebt; Ἀφροδίτη, wohlwollend, gnädig -
47 κουραφροδίτη
κουρ-αφροδίτη, ἡ, die jungfräuliche Aphrodite -
48 λιθοτομέω
λιθο-τομέω, Steine ausschneiden; Ἀφροδίτη λίϑου λευκοῦ λιϑοτομηϑεῖσα, aus Stein gehauen -
49 χρύσεος
χρύσεος, (1) golden, von Gold gemacht, mit Gold geziert, ausgelegt; alles, was den Göttern angehört, heißt golden; dah. auch Ἀφροδίτη χρυσέη, die goldgeschmückte; vergoldet; ὁ χρυσοῦς, sc. στατήρ, eine Goldmünze, aureus; (2) goldfarbig, goldgelb; von Haaren, ἔϑειραι, der Rosse des Poseidon; vom Helmbusch; dah. τὸ χρυσοῦν τοῦ ὠοῦ, das Gelbe im Ei, Dotter. -
50 ὥςτε
ὥς-τε, (1) wie, sowie, gleichwie, so wie auch, eine Vergleichung einleitend. In Gemäßheit einer Eigenschaft: als; ἅτε, τὸν δ' ἐξήρπαξ' Ἀφροδίτη ῥεῖα μάλ' ὥςτε ϑεός, als Göttin rettete sie ihn leicht; (2) als conj.: so daß, (a) den Folgesatz äußerlich nur anreihend, wie itaque, und so, daher, weshalb; c. indic., βέβηκεν, ὥςτε πᾶν ἐν ἡσύχῳ ἔξεστι φωνεῖν, er ging, u. so steht es frei, ruhig zu sprechen; (b) einen inneren Zusammenhang zwischen dem Folgesatze und dem Hauptsatze ausdrückend; εἰ δὲ σοὶ ϑυμὸς ἐπέσσυται, ὥςτε νέεσϑαι, ἔρχεο, wenn dir das Herz strebt, so daß du heimkehren möchtest, so gehe; οὐ τηλίκος εἰμί, ὥςτε σημάντορι πάντα πιϑέσϑαι, ich bin nicht in dem Alter, daß ich gehorchen könnte, um in allem zu gehorchen; ῥηϊδίως κεν ἐργάσσαιο, ὥςτε σέ κ' εἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν, so daß du auf ein Jahr genug hast; ὥςτε c. inf. nach einem compar. mit ἤ: μέζω κακὰ ἢ ὥςτε ἀνακλαίειν, größeres Elend, als daß man es beweinen könnte, = zu groß, als daß Tränen dafür hinreichten; νεώτεροί εἰσιν ἢ ὥςτε εἰδέναι, sie sind zu jung, als daß sie wüßten; ψυχρόν, ὥςτε λούσασϑαι, zu kalt, um sich zu baden; unter der Bedingung, daß; εἰδώς, ἃ Τιμασίωνι οἱ Ἡρακλεῶται ἐπαγγέλλοιντο, ὥςτε ἐκπλεῖν, unter der Bedingung nämlich, so nämlich hatten sie es ihm versprochen, daß sie fortschifften; βούλεται πονεῖν, ὥστε πολεμεῖν, wenn er nur Krieg führen könnte; ὥςτε φυλασσομένων τῶν ὁδῶν, da die Wege bewacht waren; ὥςτε περὶ ψυχῆς, da es um das Leben galt
См. также в других словарях:
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
Ἀφροδίτη — Ἀφροδί̱τη , Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδίτη — ἀφροδί̱τη , Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδίτῃ — Ἀφροδί̱τῃ , Ἀφροδίτη Aphrodite fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδίτῃ — ἀφροδί̱τῃ , Ἀφροδίτη Aphrodite fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γρηγοριάδου, Αφροδίτη — (Ρωσία 1940 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και με την αποφοίτησή της, το 1962, έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο στο έργο του Πιραντέλο Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Λίγο νωρίτερα είχε… … Dictionary of Greek
Κνιδία Αφροδίτη — Επίκληση της Αφροδίτης στην Κνίδο της Καρίας και άγαλμα της θεάς, που φιλοτέχνησε ο Πραξιτέλης. Το άγαλμα αυτό αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς ως ένα από τα καλύτερα έργα του γλύπτη. Κατά τον Λουκιανό, ο οποίος το είδε, ήταν κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
Λαουτάρη, Αφροδίτη — (1897 – 1975). Ηθοποιός του ελαφρού μουσικού θεάτρου. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία στη χορωδία οπερέτας του θεάτρου Παπαϊωάννου. Η πλούσια φωνή της και οι σκηνικές της επιτυχίες την ανέδειξαν πρωταγωνίστρια στο έργο Πικ Νικ των… … Dictionary of Greek
АФРОДИТА — • Άφροδίτη, Venus, по Гомеру (Iliad. 5, 1, 371. 428), дочь Зевса и Дионы, по Гесиоду (Hesiod. theog. 190), произошла из морской пены (αφρός) и вышла на сушу на острове Кипр (отсюда ηφρογένεια, Άναδυμένη, Κυπρογένεια). Это богиня… … Реальный словарь классических древностей
Ἀφροδῖται — Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδῖται — Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)