-
1 βαρυτάλαντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυτάλαντος
-
2 διτάλαντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διτάλαντος
-
3 πεντατάλαντος
πεντα-τάλαντος, ον,A v. πεντετ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντατάλαντος
-
4 πεντετάλαντος
A worth or consisting of five talents,οὐσία D.27.62
, etc. ; π. δίκη an action for the recovery of five talents, Ar.Nu. 759, 774.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντετάλαντος
-
5 πολυτάλαντος
A worth many talents, γάμος, μισθός, Luc.DMeretr.7.4, Pro Merc.Cond.12; of a book,πραγματεία π. Ath. 9.398e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτάλαντος
-
6 χιλιοτάλαντος
A weighing or worth a thousand talents, ναοί, μύδροι, Plu.Per.12, 2.924a; ὀφρῦς ἔχον χ., Com. phrase, Alex. 116.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιλιοτάλαντος
-
7 ἑκατοντάλαντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάλαντος
-
8 ἑπτατάλαντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτατάλαντος
-
9 ἰσοτάλαντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοτάλαντος
-
10 ὀγδοηκοντατάλαντος
A possessed of eighty talents, Lys.26.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀγδοηκοντατάλαντος
-
11 ὁμοτάλαντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοτάλαντος
-
12 ὑπερδεκατάλαντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερδεκατάλαντος
-
13 ἀτάλαντος
ἀ - τάλαντος ( τάλαντον): like in weight, equal.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀτάλαντος
См. также в других словарях:
ισοτάλαντος — η, ο (Μ ἰσοτάλαντος, ον) ισόζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τάλαντος (< τάλαντον «ζυγός»), πρβλ. βαρυ τάλαντος, ομο τάλαντος] … Dictionary of Greek
κρυψοτάλαντος — κρυψοτάλαντος, ον (Α) αυτός που κρύβει, που δεν εκδηλώνει το ταλέντο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψο (βλ. κρυπτ[ο] ) + τάλαντος (< τάλαντον), πρβλ. α τάλαντος, πολυ τάλαντος] … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
ομοτάλαντος — ὁμοτάλαντος, ον (Α) ισότιμος, ισοβαρής, ισοδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τάλαντον «μονάδα βάρους» (πρβλ. ισο τάλαντος)] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκατάλαντος — ον, Α αυτός που έχει αξία δεκαπέντε ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + τάλαντον (πρβλ. τρι τάλαντος)] … Dictionary of Greek
πεντετάλαντος — και δ. γρφ. πεντατάλαντος, ον, Α αυτός που έχει αξία πέντε ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε πέντε τάλαντα 2. αυτός που έχει βάρος ίσο με πέντε τάλαντα 3. φρ. «πεντετάλαντος δίκη» δίκη που διεξάγεται με σκοπό την ανάκτηση ή την είσπραξη… … Dictionary of Greek
πεντηκοντατάλαντος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία πενήντα ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] … Dictionary of Greek
πολυτάλαντος — η, ο / πολυτάλαντος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά τάλαντα, χρήματα, πολύ πλούσιος, πάμπλουτος νεοελλ. αυτός που είναι προικισμένος με πολλά ταλέντα αρχ. 1. αυτός που έχει αξία πολλών ταλάντων 2. αυτός που έχει βάρος πολλών ταλάντων, βαρύτιμος… … Dictionary of Greek
τριτάλαντος — ον, Α 1. αυτός που έχει βάρος τριών ταλάντων, που ζυγίζει τρία τάλαντα 2. αυτός που αξίζει τρία τάλαντα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριτάλαντον χρηματικό ποσό τριών ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] … Dictionary of Greek
χιλιοτάλαντος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] … Dictionary of Greek
talant — TALÁNT, talanţi, s.m. 1. Unitate de măsură pentru greutăţi, de mărime variabilă, folosită în Grecia antică. 2. Monedă de aur sau de argint, cu valoare variabilă, folosită în Grecia antică. – Din sl. talanŭtŭ. Trimis de LauraGellner, 23.06.2004.… … Dicționar Român