Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δῐ-μνααῖος

См. также в других словарях:

  • μνααίος — μνααῑος και μναῑος και μνάϊος α, ον (Α) αυτός που έχει βάρος το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. αῖος (πρβλ. δοχ αίος). Ο τ. μναῖος / μνάϊος < μνᾶ + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

  • μνααῖος — μνᾱαῖος , μνααῖος of the weight of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνααῖον — μνᾱαῖον , μνααῖος of the weight of a masc acc sg μνᾱαῖον , μνααῖος of the weight of a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνααίων — μνᾱαί̱ων , μνααῖος of the weight of a fem gen pl μνᾱαί̱ων , μνααῖος of the weight of a masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμνααίος — διμνααίος, α, ον (Α) αυτός που παίρνει ως αμοιβή ή μισθό δύο μνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μνααίος < μνά α, μνα] …   Dictionary of Greek

  • μναίος — μναῑος και μνάιος, α, ον (Α) βλ. μνααίος …   Dictionary of Greek

  • μναϊαίος — μναϊαῑος και μναγιαῑος, α, ον (Α) 1. μνααίος* 2. αυτός που αναφέρεται στη μνα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μναϊαῑον η μνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. πλεθρ ιαίος/ποδ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • μνααῖαι — μνᾱαῖαι , μνααῖος of the weight of a fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνααῖοι — μνᾱαῖοι , μνααῖος of the weight of a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνααίους — μνᾱαί̱ους , μνααῖος of the weight of a masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»