-
1 διχοτόμος
δῐχο-τόμος, ον,A cutting in two, Ammon.p.44V.: but,II proparox., διχότομος, ον, cut in half, divided equally, ; δ. σελήνη the half-moon, Id.Pr. 911b36, Aristarch.Sam. Hyp.3, Gem.9.8, prob. in Plu.2.929f;σελήνης σύμβολον τὸ δ. Porph.
ap.Eus.PE3.11; μέχρι διχοτόμου till the second quarter, Antyll. ap. Orib.9.3.2; κατ' ἀμφοτέρας τὰς διχοτόμους (sc. φάσεις ) at the first and third quarters, Ptol.Alm.5.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχοτόμος
См. также в других словарях:
τριχοτομώ — (I) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ διαιρώ σε τρία μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» + τομῶ (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ]. (II) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ αποκόπτω τις τρίχες, αποτριχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τομῶ (<… … Dictionary of Greek
σιμοτομώ — έω, Μ κόβω, αποκόπτω πλησίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμά «κοντά» + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ] … Dictionary of Greek
ωμοτομώ — έω, ΜΑ κόβω κάτι προτού ωριμάσει («ὠμοτομοῡμεν τὰ ἀποστήματα», Παυλ. Αιγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ] … Dictionary of Greek