Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δῐχο-τόμος

См. также в других словарях:

  • τριχοτομώ — (I) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ διαιρώ σε τρία μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» + τομῶ (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ]. (II) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ αποκόπτω τις τρίχες, αποτριχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τομῶ (<… …   Dictionary of Greek

  • σιμοτομώ — έω, Μ κόβω, αποκόπτω πλησίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμά «κοντά» + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ] …   Dictionary of Greek

  • ωμοτομώ — έω, ΜΑ κόβω κάτι προτού ωριμάσει («ὠμοτομοῡμεν τὰ ἀποστήματα», Παυλ. Αιγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»