-
1 διχοινικία
δῐχοινῐκ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχοινικία
-
2 διχοινίκιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχοινίκιος
-
3 διχοίνικος
δῐχοίνῐκ-ος, ον,II Subst. διχοίνικον, τό, measure of two χ., SIG945.4 (pl., Assos, iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχοίνικος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский