-
1 δικαστικος
-
2 δικαστικός
η, ό[ν] судебный; судейский;δικαστική εξουσία — судебная власть;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
δικαστική απόφαση — судебный приговор;
δικαστική πλάνη — судебная ошибка;
δικαστικός υπάλληλος — судейский чиновник;
δικαστικός σύμβουλος — юрисконсульт;
δικαστικός κλητήρας — судебный исполнитель
-
3 δικαστικός
[дикастикос] яг. судебный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δικαστικός
-
4 δικαστικός
[дикастикос] яг. судебный. -
5 αγώνας
[-ών (-ώνος)] ο1) спорт, состязание, соревнование, игра;αγώνας δρόμου — бег;
οι ολυμπιακοί αγώνες олимпийские игры;ποδοσφαιρικός αγώνας — футбольный матч;
αγώνας σκακιού — шахматные соревнования;
ημιτελικός αγώνας — полуфинальный матч;
φιλικός αγώνας — товарищеская встреча;
αγώνας του κυπέλλου — соревнование на кубок;
2) борьба;προεκλογικός αγώνας — предвыборная борьба;
απελευθερωτικός αγώνας — освободительная борьба;
3) усилие, напряжённый труд;θα χρειαστεί μεγάλος αγώνας — понадобятся большие усилия;
με πολύν αγώνα — с большим трудом;
§ δικαστικός αγώνας — тяжба; — судебный процесс
-
6 κλητήρας
[-ήρ (-ηρος)] ο курьер, посыльный; младший служащий;§ δικαστικός κλητήρας — судебный исполнитель
-
7 πάρεδρος
ο, η юр.1) заместитель, -ница;πάρεδρος δικαστής — или δικαστικός πάρεδρος — адвокат, замещающий мирового судью;
δημαρχιακός πάρεδρος — заместитель мэра;
2) кандидат в члены суда первой инстанции (с правом совещательного голоса);εμμισθος πάρεδρος — низший чин суда первой инстанции;
πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας — кандидат в члены Высшего Административного суда (с правом совещательного голоса)
См. также в других словарях:
δικαστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικός — ή, ό (AM δικαστικός, ή, όν) [δικαστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δίκη, δικαστή ή δικαστήριο νεοελλ. 1. φρ. «δικαστικός αντιπρόσωπος» αντιπρόσωπος τής δικαστικής αρχής στις βουλευτικές και δημοτικές εκλογές 2. το αρσ. ως ουσ. ο δικαστικός ο … Dictionary of Greek
δικαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη δικαιοσύνη, στους δικαστές και τα δικαστήρια: Στις εκλογές ήταν δικαστικός αντιπρόσωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαστικός επιμελητής — Το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επίδοση όλων των δικαστικών εγγράφων (παλαιότερα ονομαζόταν δικαστικός κλητήρας). Ο δ.ε. είναι υποχρεωμένος να συντάσσει σχετική έκθεση σε δύο πρωτότυπα· το ένα επιδίδεται στο πρόσωπο που έδωσε την παραγγελία… … Dictionary of Greek
δικαστικός κλητήρας — Βλ. λ. δικαστικός επιμελητής … Dictionary of Greek
δικαστικά — δικαστικός of neut nom/voc/acc pl δικαστικά̱ , δικαστικός of fem nom/voc/acc dual δικαστικά̱ , δικαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικῶν — δικαστικός of fem gen pl δικαστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικόν — δικαστικός of masc acc sg δικαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek
δικαστικαῖς — δικαστικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικαί — δικαστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)