-
81 δεδικακέναι
δικάζωBis Acc.perf inf act -
82 δεδικακότας
δικάζωBis Acc.perf part act masc acc pl -
83 δεδικακότων
δικάζωBis Acc.perf part act masc /neut gen pl -
84 δεδικακώς
δικάζωBis Acc.perf part act masc nom /voc sg -
85 δεδικασμέναις
δικάζωBis Acc.perf part mp fem dat pl -
86 δεδικασμένη
δικάζωBis Acc.perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
87 δεδικασμένην
δικάζωBis Acc.perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
88 δεδικασμένοις
δικάζωBis Acc.perf part mp masc /neut dat pl -
89 δεδικασμένος
δικάζωBis Acc.perf part mp masc nom sg -
90 δεδικασμένους
δικάζωBis Acc.perf part mp masc acc pl -
91 δεδικάσθαι
δικάζωBis Acc.perf inf mp -
92 δεδίκασμαι
δικάζωBis Acc.perf ind mp 1st sg -
93 δεδίκασται
δικάζωBis Acc.perf ind mp 3rd sg -
94 δεδίκαστο
δικάζωBis Acc.plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
95 δικαζομένην
δικάζωBis Acc.pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
96 δικαζομένης
δικάζωBis Acc.pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
97 δικαζομένοις
δικάζωBis Acc.pres part mp masc /neut dat pl -
98 δικαζομένου
δικάζωBis Acc.pres part mp masc /neut gen sg -
99 δικαζομένους
δικάζωBis Acc.pres part mp masc acc pl -
100 δικαζοίμην
δικάζωBis Acc.pres opt mp 1st sg
См. также в других словарях:
δικάζω — Bis Acc. pres subj act 1st sg δικάζω Bis Acc. pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζω — δικάζω, δίκασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι … Dictionary of Greek
δικάζω — δίκασα, δικάστηκα, δικασμένος 1. κρίνω κάποιον ως δικαστής, βγάζω απόφαση κρίσης: Όλοι κάποια μέρα θα δικαστούμε για τα έργα της ζωής μας. 2. καταδικάζω κάποιον: Δικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδικασμένα — δικάζω Bis Acc. perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδικασμένᾱ , δικάζω Bis Acc. perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδικασμένᾱ , δικάζω Bis Acc. perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζεσθε — δικάζω Bis Acc. pres imperat mp 2nd pl δικάζω Bis Acc. pres ind mp 2nd pl δικάζω Bis Acc. imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζετε — δικάζω Bis Acc. pres imperat act 2nd pl δικάζω Bis Acc. pres ind act 2nd pl δικάζω Bis Acc. imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζῃ — δικάζω Bis Acc. pres subj mp 2nd sg δικάζω Bis Acc. pres ind mp 2nd sg δικάζω Bis Acc. pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσουσι — δικάζω Bis Acc. aor subj act 3rd pl (epic) δικάζω Bis Acc. fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δικάζω Bis Acc. fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσουσιν — δικάζω Bis Acc. aor subj act 3rd pl (epic) δικάζω Bis Acc. fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δικάζω Bis Acc. fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσσει — δικάζω Bis Acc. aor subj act 3rd sg (epic) δικάζω Bis Acc. fut ind mid 2nd sg (epic) δικάζω Bis Acc. fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)