-
1 διδακτήριος
δῐδακ-τήριος, ον, = sq.:Aτὸ δ.
proof,Hp.
Acut.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διδακτήριος
См. также в других словарях:
ορυκτήριος — ὀρυκτήριος, ία, ον (Μ) 1. κατάλληλος για όρυξη, για εκσκαφή τού εδάφους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρυκτήριον σκαπτικό εργαλείο, ο όρυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα τήριος (πρβλ. διδακ τήριος)] … Dictionary of Greek
συνακτήριος — ία, ον, Μ 1. αυτός που καλεί σε σύναξη, σε συνάθροιση («τῶν τῆς ἐκκλησίας συνακτηρίων κωδώνων», Παχυμ. Γ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνακτήριον α) τόπος συγκέντρωσης β) τόπος προσευχής, ευκτήριος οίκος γ) σύναξη, σύνολο συγκεντρωμένων ανθρώπων δ)… … Dictionary of Greek