Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δᾳδούχῳ

См. также в других словарях:

  • δαδουχώ — (AM δᾳδουχῶ, έω) [δαδούχος] 1. κρατώ δάδα ή πυρσό σε πομπή 2. φωτίζω, καθοδηγώ με τα πνευματικά μου χαρίσματα, τις διδασκαλίες μου μσν. 1. φωτίζω («δᾳδουχεῑν ἀπήρξατο τὴν νύκτα σελήνης ή γλαυκόφωτος... σφαῑρα»). 2. διατηρώ αναμμένο αρχ. 1. έχω το …   Dictionary of Greek

  • δᾳδούχῳ — δᾳδού̱χῳ , δᾳδοῦχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδαδούχητος — ἀδᾳδούχητος, ον (Α) [δᾳδουχῶ] 1. ο δίχως δαδουχία, αυτός που δεν φωτίζεται από δάδα, πυρσό 2. (ειδικά για γάμο) κρυφός, μυστικός, λαθραίος …   Dictionary of Greek

  • σκοταρχώ — έω, Μ [σκοτάρχης] (για τους δαίμονες ή τους διαβόλους) είμαι αρχηγός τού σκότους, τών σκοτεινών δυνάμεων («βροτοὺς δᾳδουχῶ καὶ σκοταρχοῡντας φλέγω», Στουδ. θεόδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»