-
1 δαμότας
1 fellow townsmanἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν N. 7.65
-
2 δημοτης
дор. δᾱμότᾱς - ου ὅ1) человек из народа, простой человек Her., Eur., Xen.ὁ δ. λεώς Arph. — простой народ
2) член того же дема, земляк Soph., Arph., Plat., Arst.3) согражданин, соотечественник Pind., Eur. -
3 δημότης
A one of the people, commoner, opp. a man of rank, Tyrt.4.5, Hdt.2.172, 5.11, X. Cyr.2.3.7;ἄνδρα δ. S.Aj. 1071
; ;δ. τε καὶ ξένος E.Supp. 895
;δημόται καὶ πένητες X.Mem.1.2.58
:—fem. [full] δημότις, ιδος, opp. βασίλισσα, Plb.22.20.2: pl., opp. εὐγενέσταται, D.C.62.15.2 = ἰδιώτης, γνωστὰ λέγειν δημότῃσι speak popularly, Hp.VM 2, cf. Acut.8;ἀμαθίη τῶν δ. Id.Art.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημότης
См. также в других словарях:
δημότης — ο (θηλ. δημότις και δημότισσα, η) (AM δημότης, Α και δαμότας και δαμέτας) αυτός που ανήκει σε κάποιο δήμο και είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα του μσν. μέλος φατρίας ιπποδρόμου αρχ. 1. άνθρωπος τού δήμου, τού λαού, σε αντίθεση προς τους άρχοντες… … Dictionary of Greek