-
1 δαμιεργός
δᾱμι-εργός, [suff] δᾱμι-οεργός, [suff] δᾱμι-οργός, [dialect] Dor. for δημιουργός: [full] δᾱμιόργιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαμιεργός
-
2 δημιούργιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημιούργιον
См. также в других словарях:
δημιούργιον — και δαμιόργιον, το (Α) [δημιουργός] η αίθουσα συνεδρίων τών δημιουργών … Dictionary of Greek