-
1 δώτης
δώτης, ὁ, dasselbe, Hes. O. 353.
-
2 δωτης
-
3 δώτης
δώτηςmasc nom sgδωτήρgiver: masc nom sg -
4 δώτης
-
5 χαρι-δώτης
χαρι-δώτης, ὁ, der Freudengeber; Beiw. des Hermes, H. h. 17, 2; auch des Bacchus, Plut. Ant. 24.
-
6 χαρο-δώτης
χαρο-δώτης, ὁ, Freudengeber (?).
-
7 ξενο-δώτης
ξενο-δώτης, ὁ, Gastgeber, Wirth, so heißt Dionysus, Hymn. (IX, 524, 15).
-
8 μεθυ-δώτης
μεθυ-δώτης, ὁ, = μεϑυδότης, Bacchus, Hymn. in Bacch. 13 (IX, 524); Orph. H.
-
9 βιο-δώτης
-
10 ἀ-δώτης
ἀ-δώτης, ὁ, der Nichtgeber, Hes. O. 353.
-
11 ὀλβιο-δώτης
ὀλβιο-δώτης, ὁ, Glückgeber, -spender, Orph. H. 23, 2.
-
12 ἐπι-δώτης
ἐπι-δώτης, ὁ, = ἐπιδότης, s. Nom. pr.
-
13 ἐλπιδο-δώτης
ἐλπιδο-δώτης, ὁ, Hoffnungsverleiher, Apollo, Anth. IX, 525.
-
14 ώρεσι-δώτης
ώρεσι-δώτης, ὁ, der die Jahreszeiten bringt, reife Jahresfrucht giebt, Beiw. des Apollo in einem Hymn. (IX, 525).
-
15 ήπιο-δώτης
ήπιο-δώτης, dasselbe; so heißt Asklepios Orph. ad Mus. 37.
-
16 ὡραιο-δώτης
ὡραιο-δώτης, ὁ, Geber der Schönheit, Stob. ecl. 1, 3,30, übh. = ὡρεσιδώτης.
-
17 δώτη
δώτηςmasc voc sgδωτήρgiver: masc voc sg——————δώτηςmasc dat sg (attic epic ionic)δωτήρgiver: masc dat sg (attic epic ionic) -
18 δώτου
δώτηςmasc gen sgδωτήρgiver: masc gen sg -
19 δωτ'
δῶτε, δίδωμιAër.aor imperat act 2nd pl (epic)δῶτε, δίδωμιAër.aor subj act 2nd pl (epic)δῶτε, δίδωμιAër.aor subj act 2nd plδῶται, δίδωμιAër.aor subj mid 3rd sgδῶτε, δίδωμιAër.aor ind act 2nd pl (epic)δῶτα, δώτηςmasc voc sgδῶτα, δώτηςmasc nom sg (epic)δῶται, δώτηςmasc nom /voc plδῶτα, δωτήρgiver: masc voc sgδῶτα, δωτήρgiver: masc nom sg (epic)δῶται, δωτήρgiver: masc nom /voc pl -
20 δῶτ'
δῶτε, δίδωμιAër.aor imperat act 2nd pl (epic)δῶτε, δίδωμιAër.aor subj act 2nd pl (epic)δῶτε, δίδωμιAër.aor subj act 2nd plδῶται, δίδωμιAër.aor subj mid 3rd sgδῶτε, δίδωμιAër.aor ind act 2nd pl (epic)δῶτα, δώτηςmasc voc sgδῶτα, δώτηςmasc nom sg (epic)δῶται, δώτηςmasc nom /voc plδῶτα, δωτήρgiver: masc voc sgδῶτα, δωτήρgiver: masc nom sg (epic)δῶται, δωτήρgiver: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
δώτης — δώτης, ο (Α) ο δωτήρ … Dictionary of Greek
δώτης — masc nom sg δωτήρ giver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῶτα — δώτης masc voc sg δώτης masc nom sg (epic) δωτήρ giver masc voc sg δωτήρ giver masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτη — δώτης masc voc sg δωτήρ giver masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτου — δώτης masc gen sg δωτήρ giver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτῃ — δώτης masc dat sg (attic epic ionic) δωτήρ giver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπιοδώτης — ἠπιοδώτης και ήπιοδώτας, ό (Α) (για τον Ασκληπιό) αυτός που με τα δώρα του κατευνάζει τους πόνους τής αρρώστιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δώτης < δώτης < δίδωμι (πρβλ. α δώτης, ξενο δώτης). Το β συνθετικό δωτης τής λ. ανάγεται στην απαθή… … Dictionary of Greek
ξενοδώτης — ξενοδώτης, ὁ (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που παρέχει φιλοξενία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δώτης (< δί δωμι), πρβλ. ηπιο δώτης, οινο δώτης] … Dictionary of Greek
πνευματοδώτης — ὁ Α αυτός που προσφέρει πνεύμα, ζωή, ο ζωοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + δωτης (< δώτης < δίδωμι), πρβλ. ξενο δώτης] … Dictionary of Greek
δῶτ' — δῶτε , δίδωμι Aër. aor imperat act 2nd pl (epic) δῶτε , δίδωμι Aër. aor subj act 2nd pl (epic) δῶτε , δίδωμι Aër. aor subj act 2nd pl δῶται , δίδωμι Aër. aor subj mid 3rd sg δῶτε , δίδωμι Aër. aor ind act 2nd pl (epic) δῶτα , δώτης masc voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυδώτης — και μεθυδότης, ὁ (Α) (ως προσωνυμία τού θεού Διονύσου) αυτός που δίδει ή παρέχει κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + δώτης και δότης (< δίδωμι), πρβλ. ξενο δώτης] … Dictionary of Greek