-
1 δυσπεμπτος
См. также в других словарях:
ηλιόπεμπτος — ἡλιόπεμπτος, ον (Α) ο σταλμένος από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πεμπτος (< πέμπω), πρβλ. δύσ πεμπτος, θεό πεμπτος] … Dictionary of Greek
1 δυσπεμπτος
ηλιόπεμπτος — ἡλιόπεμπτος, ον (Α) ο σταλμένος από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πεμπτος (< πέμπω), πρβλ. δύσ πεμπτος, θεό πεμπτος] … Dictionary of Greek