Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δύσχρηστος

См. также в других словарях:

  • δύσχρηστος — hard to use masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσχρηστος — η, ο (Α δύσχρηστος, ον) 1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται, ακατάλληλος για χρήση 2. αυτός που σπάνια χρησιμοποιείται νεοελλ. αυτός τού οποίου η χρήση δημιουργεί δυσκολίες αρχ. αυτός τον οποίο πρέπει να αποφεύγει κανείς να χρησιμοποιεί …   Dictionary of Greek

  • δύσχρηστος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται: Τα ογκώδη βιβλία είναι δύσχρηστα. 2. σπάνιος: Χρησιμοποιεί δύσχρηστους όρους στο λόγο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσχρηστότερον — δύσχρηστος hard to use adverbial comp δύσχρηστος hard to use masc acc comp sg δύσχρηστος hard to use neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρήστως — δύσχρηστος hard to use adverbial δύσχρηστος hard to use masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσχρηστον — δύσχρηστος hard to use masc/fem acc sg δύσχρηστος hard to use neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρηστοτάτους — δύσχρηστος hard to use masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρηστότερα — δύσχρηστος hard to use neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρηστότεροι — δύσχρηστος hard to use masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρηστότερος — δύσχρηστος hard to use masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρήστοις — δύσχρηστος hard to use masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»