-
1 δυσπλανος
2преследуемый несчастьями в своих скитаниях, гонимый бедствиями(δ. παρθένος = Ἰώ Aesch.)
См. также в других словарях:
δύσπλανος — δύσπλανος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία … Dictionary of Greek
δυσπλάνοις — δύσπλανος wandering in misery masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπλάνῳ — δύσπλανος wandering in misery masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)