Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δύσληπτος

См. также в других словарях:

  • δύσληπτος — hard to take hold of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσληπτος — η, ο (AM δύσληπτος, ον) 1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται 2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα») νεοελλ. (για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται αρχ. 1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ… …   Dictionary of Greek

  • δυσληπτότερον — δύσληπτος hard to take hold of adverbial comp δύσληπτος hard to take hold of masc acc comp sg δύσληπτος hard to take hold of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσληπτότατα — δύσληπτος hard to take hold of adverbial superl δύσληπτος hard to take hold of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσλήπτως — δύσληπτος hard to take hold of adverbial δύσληπτος hard to take hold of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσληπτον — δύσληπτος hard to take hold of masc/fem acc sg δύσληπτος hard to take hold of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσληπτοτέρους — δύσληπτος hard to take hold of masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσληπτότερα — δύσληπτος hard to take hold of neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσλήπτοις — δύσληπτος hard to take hold of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσλήπτους — δύσληπτος hard to take hold of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσλήπτων — δύσληπτος hard to take hold of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»