-
1 δυσκλεία
-
2 δυσκλείᾳ
-
3 δυσκλεια
ἥ1) отсутствие славы, безвестность Dem.2) дурная слава Soph.3) бесславие, позор Eur., Thuc., Plat., Plut. -
4 δύσκλεια
δύσκλειαill-fame: fem nom /voc sg -
5 δύσκλεια
δύσ-κλεια, ἡ,A ill-fame, infamy, S.Fr. 188, E.Med. 218, Th.3.58, Pl.Lg. 663a, etc.; ἐπὶ δυσκλείᾳ tending to disgrace them, S.Aj. 143 (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσκλεια
-
6 δυσκλείας
δυσκλείᾱς, δύσκλειαill-fame: fem acc plδυσκλείᾱς, δύσκλειαill-fame: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 δυσκλείαι
δυσκλείᾱͅ, δύσκλειαill-fame: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 δύσκλειαν
δύσκλειαill-fame: fem acc sg -
9 θορυβος
ὅ тж. pl.1) шум, гам, крик(μέγας Pind.; πολὺς καὴ ἐκπληκτικός Thuc.; νυκτερινοί Arst.)
θ. βοῆς Soph. — нестройный шум2) шумное одобрение, громкая похвалаπολλὸς θ. καὴ ἔπαινος τῶν ἀκουόντων Plat. — весьма шумная похвала слушателей
3) шум неудовольствия, ропотμεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ΄ ἡμᾶς ἐπὴ δυσκλείᾳ Soph. — громкий шум порицания, порочащий (тебя, Эанта), дошел до нас;εἰς θόρυβον ἐγὼ ἤλυθον σῶμα λευσθῆναι πέτροισι Eur. — я наткнулся на (т.е. навлек на себя) ярость толпы (и мне угрожало) быть побитым камнями4) беспорядок, смятение, замешательство, переполох(ἐγένετο ὅ θ. μέγας Thuc.)
-
10 μόμφος
См. также в других словарях:
δυσκλείᾳ — δυσκλείᾱͅ , δύσκλεια ill fame fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσκλεια — δύσκλεια, η (Α) 1. κακή φήμη 2. καταισχύνη 3. αδοξία … Dictionary of Greek
δύσκλεια — ill fame fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκλείας — δυσκλείᾱς , δύσκλεια ill fame fem acc pl δυσκλείᾱς , δύσκλεια ill fame fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκλείαι — δυσκλείᾱͅ , δύσκλεια ill fame fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσκλειαν — δύσκλεια ill fame fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԴԺՈՒԱՐԱԳՈՎՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0617 Chronological Sequence: Unknown date գ. δύσκλεια obscura fama, infamia Ապագովանք. վատահամբաւութիւն. *Գովեստ ... եւ դժուարագովութիւնք. Պղատ. օրին. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)