Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δύρομαι

См. также в других словарях:

  • δύρομαι — δύ̱ρομαι , ὀδύρομαι lament aor subj mid 1st sg (epic) δύ̱ρομαι , ὀδύρομαι lament pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδύρομαι — (ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι) κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω μσν. αρχ. πενθώ («ἵνα μηκέτ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< *ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα *ed… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»