Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δόξασμα

См. также в других словарях:

  • δόξασμα — opinion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόξασμα — το (AM δόξασμα) 1. δοξασία 2. έπαινος, εγκώμιο αρχ. 1. φαντασία 2. δόξα …   Dictionary of Greek

  • δόξασμα — το το να αποκτήσει κανείς δόξα, ο έπαινος, η τιμή, η αίγλη: Κι είναι δικό σου δόξασμα, δικός σου πλούτος είναι (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοξασμάτων — δόξασμα opinion neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάσμασι — δόξασμα opinion neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάσμασιν — δόξασμα opinion neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάσματα — δόξασμα opinion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάσματι — δόξασμα opinion neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάσματος — δόξασμα opinion neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՓԱՌԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0935 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c, 12c, 14c գ. δόξασμα, δόξα, ἕνδοξον, κλέος, εὑκλεία, εὑημερία glorificatio, decus եւն. Փառաւորիլն, եւ ելն. մեծարանք. պատիւ. շուք. պարծանք. փառք. իրք պանծալիք. վայելութիւն, հանդէս.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»