-
1 δοναξ
ион. δοῦναξ, дор. Theocr. δῶναξ - ᾰκος ὅ1) тростник, камыш Hom., Aesch., Eur., Arph., Arst.2) тж. pl. тростниковая свирель(κηρόπακτος ὀτοβεῖ δ. Aesch.; νόμος δονάκων Pind.)
3) удочка(ἄγρη δούνακος Anth.)
4) тростниковая стрела, древко стрелы(ἐκλάσθη δ. Hom.)
5) тростниковое перо ( для письма)(δόνακες ἀκροβελεῖς Anth.)
6) подставка, кобылка(δ. ὑπολύριος Arph.)
-
2 δονακευς
-
3 δουναξ
-
4 δωναξ
-
5 αβαπτιστος
-
6 αγρευτης
III(δόναξ, κάλαμοι Anth.)
-
7 αμβλυνω
1) притуплять(ἀμβλύνεται κοπίς Soph. и τὸ ὀξύ Arst.; δόναξ ἀμβλυνθείς Anth.; ὄμματος αὐγέν ἀ. Anth.)
2) ослаблять, уменьшать(τὸ ψυχρόν Arst.; τέν ἀκμέν τῆς δυνάμεως Plut.)
θέσφατ΄ οὐκ ἀμβλύνεται Aesch. — предсказания оказываются правильными;τῆς ξυμφορᾶς τῷ ἀποβάντι ἀμβλύνεσθαι Thuc. — пасть духом вследствие неблагоприятного оборота дел;ἀ. ἄκρατον Plut. — уменьшать крепость вина3) умерять, сдерживать, успокаивать(τινά Plut.)
-
8 ελειος
I.ὁ зоол. предполож. соня ( Myoxus glis) Arst.II.3 и 21) болотистый(αὐλῶνες Arph.)
2) болотный(δόναξ Aesch.; ὕδρα Eur.; ζῷα, βίος Arst.; ὕδωρ, ἀήρ Plut.)
τῶν Αἰγυπτίων οἱ ἕλειοι Thuc. — жители болотистых местностей Египта -
9 ενυδρος
III21) полный воды(τεῦχος Aesch.)
2) многоводный, хорошо орошаемый(Ἄργος Hes.)
3) хорошо снабженный водой(φρούριον Xen.; χωρίον Plut.)
4) полноводный(λίμνη Eur.)
5) влажный, сырой(τόποι Arst.)
6) живущий в воде или на воде, водяной(νύμφαι Soph.; ζῷα Plat., Arst.; μῦς Plut.)
7) растущий в воде или у воды, водяной(δόναξ Arph.; φυτά Arst.)
-
10 ηχετης
-
11 καλλιδοναξ
-
12 κηροπλαστος
21) вылепленный из воска(μελίσσης ὄργανον Soph.)
2) изящный, как восковая фигурка или нежный как воск(Ξανθώ Anth.)
3) скрепленный воском(δόναξ Aesch. - v. l. κηρόπακτος)
-
13 κλαω
III(ᾰ) (fut. κλάσω с ᾰ; pass.: fut. κλασθήσομαι, aor. ἐκλάσθην, pf. κέκλασμαι) ломать, отламывать(πτόρθον ἐξ ὕλης Hom.)
; переламывать(τὸν κίονα μέσον Plut.)
ἐκλάσθη δόναξ Hom. — древко (стрелы) сломалось;τὸ κλώμενον NT. — сокрушаемое, т.е. отдаваемое в виде жертвы - см. тж. κεκλασμένος -
14 λαθροβολος
-
15 λιμνοφυης
-
16 οτοβεω
-
17 τρητος
-
18 τριτανυστος
-
19 υπολυριος
-
20 υποτοβεω
тихо звучать
См. также в других словарях:
δόναξ — shaken with the wind ) masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόναξ — ( ακος), ο (AM δόναξ Α και δοῡναξ και δῶναξ) 1. καλάμι, βλαστός, στέλεχος φυτού, κοτσάνι 2. οστρακόδερμο με οδοντωτά εσωτερικά χείλη νεοελλ. κόσμημα τών ραβδώσεων τών κιόνων και των παραστάδων σε σχήμα ημικυκλικής ράβδου αρχ. 1. κρεβάτι από… … Dictionary of Greek
δονάκεσσι — δόναξ shaken with the wind ) masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δονάκεσσιν — δόναξ shaken with the wind ) masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δονάκων — δόναξ shaken with the wind ) masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούνακα — δόναξ shaken with the wind ) masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούνακας — δόναξ shaken with the wind ) masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούνακος — δόναξ shaken with the wind ) masc gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόνακα — δόναξ shaken with the wind ) masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόνακας — δόναξ shaken with the wind ) masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόνακες — δόναξ shaken with the wind ) masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)