-
1 φόρος
ο1) налог; пошлина;άμεσος (εμμεσος) φόρος — прямой (косвенный) налог;
ο φόρος της δεκάτης — десятина (налог);
έγγειος (δημοτικός) φόρ. — поземельный (муниципальный) налог;
φόρος (επί) τού είσοδήματος — подоходный налог;
φόρος (υποτελείας) ист. — дань;
2) перен. дань; долг;ευγνωμοσύνης — дань благодарности;3) базар, рынок;§ βγάζω στο φόρο — разоблачать, разглашать, разбалтывать;
βγαίνω στο φόρο — обнаруживаться, всплывать на поверхность
-
2 φορος
I.2[φέρω] несущий, влекущий, споспешествующий, попутный(ἄνεμος Polyb., Diod.; πνεῦμα Plut.)
φ. κάτω Arst. — тянущий вниз;φ. πρὸς ἀρετέν καὴ πρὸς εὐδαιμονίαν Plut. — ведущий к добродетели и к счастьюII.ὅ [φέρω]τοὺς φόρους τάττειν Isocr., Aeschin., Dem. — устанавливать налоги;
φόρον τάξασθαι Her. — наложить на себя, т.е. предложить дань2) уплата, платежδοῦναι χίλια τάλαντα κατὰ φόρους ἐν ἔτεσι δέκα Polyb. — уплатить тысячу талантов в рассрочку в течение десяти лет
3) произведение, плод(φόροι γᾶς Aesch.)
-
3 φόρος
{сущ., 5}подать, налог.Синонимы: 5056 ( τέλος).Ссылки: Лк. 20:22; 23:2; Рим. 13:6, 7.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φόρος
-
4 φόρος
{сущ., 5}подать, налог.Синонимы: 5056 ( τέλος).Ссылки: Лк. 20:22; 23:2; Рим. 13:6, 7.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φόρος
-
5 φόρος
подать, налог; син. τέλος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φόρος
-
6 φόρος
[форос] ουσ. а. налог, налогообложение, (μεταφ.) долг, дань.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φόρος
-
7 φόρος
[форос] ουσ α налог, налогообложение, (μεταφ) долг, дань. -
8 σημα(το)φόρος
ο семафор -
9 σημα(το)φόρος
ο семафор -
10 προσωπιόο φόρος
[просопидофорос] εκ. замаскированный, в маске,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσωπιόο φόρος
-
11 προσωπιόο φόρος.
[просопидофорос] επ замаскированный, в маске. -
12 θεοφορος
-
13 αγγελιαφορος
ион. ἀγγελιηφόρος ὅ1) вестник Her., Arst., Luc.2) ( при дворе персидских царей) докладчик, секретарь ( докладывавший царю о просящих аудиенцию) Her. -
14 αετοφορος
-
15 αθλοφορος
эп.-ион. тж. ἀεθλοφόρος 2получающий (получивший) награду на состязании, вышедший победителем(ἵπποι Hom.; ἄνδρες Pind., Her.)
-
16 αιματηφορος
-
17 αιχμοφορος
-
18 ακεσφορος
-
19 ακρατοφορος
-
20 αλαβαστροφορος
См. также в других словарях:
φορός — bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — that which is brought in by way of payment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φόρος — I (λ. λατ.), το φόρο (βλ. λ.). II 1. εισφορά σε χρήμα ή σε είδος που πληρώνει ο πολίτης για το κράτος ή για διάφορα νομικά πρόσωπα: Έμμεσοι φόροι. – Ο φόρος της δεκάτης. 2. χρηματικό ποσό που πληρώνει ημιανεξάρτητη χώρα στον κυρίαρχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εναρ(σ)φόρος — ἐναρ(σ)φόρος, ον (Α) εναρηφόρος* … Dictionary of Greek
ζω(ο)φόρος — η ου, το διάζωμα των αρχαίων ναών που περιλαμβάνεται ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο και που κοσμείται με ανάλογες μορφές ζώων και ανθρώπων: Η ζωφόρος του Παρθενώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβιωτίκιο — Φόρος των Βυζαντινών που επιβαλλόταν στην περιουσία εκείνων που πέθαιναν χωρίς κληρονόμους. Ο φόρος ξεκίνησε από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, που τον επέβαλαν στις περιουσίες των άκληρων παροίκων τους. Το α., ως επίσημη κρατική φορολογία έφτανε… … Dictionary of Greek
φορόν — φορός bearing masc/fem acc sg φορός bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορώτατον — φορός bearing masc acc superl sg φορός bearing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)