Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δίωξις

См. также в других словарях:

  • δίωξις — chase fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώξει — δίωξις chase fem nom/voc/acc dual (attic epic) διώξεϊ , δίωξις chase fem dat sg (epic) δίωξις chase fem dat sg (attic ionic) διώκω cause to run aor subj act 3rd sg (epic) διώκω cause to run fut ind mid 2nd sg διώκω cause to run fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώξεις — δίωξις chase fem nom/voc pl (attic epic) δίωξις chase fem nom/acc pl (attic) διώκω cause to run aor subj act 2nd sg (epic) διώκω cause to run fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώξεσι — δίωξις chase fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώξεσιν — δίωξις chase fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώξης — δίωξις chase fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίωξιν — δίωξις chase fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των …   Dictionary of Greek

  • ελασία — ἐλασία, η (AM) η πράξη τού ελαύνω*, ιππασία, ιππηλασία μσν. 1. έξωση, αποβολή, απέλαση 2. σειρά κωπηλατών 3. (για πουλιά) πτήση 4. ταχεία κίνηση, δρόμος αρχ. 1. πορεία, διάβαση 2. (κατά τον Ησύχ.) «δίωξις» …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδίωξις — ὀπισθοδίωξις, ἡ (Μ) η παλίωξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + δίωξις (< διώκω)] …   Dictionary of Greek

  • παλινδίωξις — παλινδίωξις, ἡ (Α) παλίωξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δίωξις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»