Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δίωγμα

См. также в других словарях:

  • δίωγμα — pursuit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώγμα — το (AM διωγμό, Μ και διώγμα) [διώκω] 1. καταδίωξη, κυνήγημα 2. το αντικείμενο τής καταδιώξεως, το θήραμα μσν. νεοελλ. (για πρόσωπα) εκδίωξη, αποπομπή μσν. αλλαγή σελήνης αρχ. μυστική τελετή στη διάρκεια τών Θεσμοφορίων από την οποία έδιωχναν τους …   Dictionary of Greek

  • διώγμασι — δίωγμα pursuit neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώγμασιν — δίωγμα pursuit neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώγματα — δίωγμα pursuit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώγματος — δίωγμα pursuit neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια …   Dictionary of Greek

  • κατοπτεύω — (ΑΜ κατοπτεύω) [κατόπτης] 1. παρατηρώ με προσοχή, ερευνώ ή παρακολουθώ με το βλέμμα, εξερευνώ («τὸν οὐράνιον ἐκεῑνον χῶρον κατοπτεῡσαι», Αριστοτ.) 2. κατασκοπεύω (α. «εἶχε συλλάβει υπονοίας και κατώπτευε τον Τούρκον διά τοὺ ετέρου τών οφθαλμών»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»