Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δίψα

  • 1 soif

    δίψα

    Dictionnaire Français-Grec > soif

  • 2 susama

    δίψα, επιθυμία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > susama

  • 3 жажда

    θ.
    1. δίψα•

    чрезмерная жажда ακατάσχετη δίψα•

    утолить -у καταπραΰνω (σβήνω) τη δίψα•

    томиться -ой καίγομαι (φλέγομαι) από τη δίψα (γανιάζω).

    2. σφοδρός, ακράτητος πόθος•

    жажда знаний δίψα για γνώσεις•

    жажда мщения δίψα εκδίκησης•

    жажда славы, влости δίψα για δόξα, για εξουσία.

    Большой русско-греческий словарь > жажда

  • 4 жажда

    жажд||а
    ж прям., перен ἡ δίψα:
    \жажда деятельности ἡ δίψα γιά δράση· \жажда знаний ἡ δίψα τής μάθησης· томиться \жаждаой καίγομαι ἀπ'τή δίψα· утолить \жаждау σβήνω τή δίψα, ξεδιψάζω· \жажда власти ἡ δίψα γιά ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > жажда

  • 5 жажда

    жажда ж η δίψα; испытывать \жаждау διψώ
    * * *
    ж
    η δίψα

    испы́тывать жа́жду — διψώ

    Русско-греческий словарь > жажда

  • 6 утолить

    утолить, утолять ξεδιψώ, καταπραΰνω τη δίψα μου (жажду)9 ανακουφίζω, καλμάρω (боль)· \утолить голод καλμάρω την πείνα μου, χορταίνω
    * * *
    = утолять
    ξεδιψώ, καταπραΰνω τη δίψα μου ( жажду);
    ανακουφίζω, καλμάρω ( боль)

    утоли́ть го́лод — καλμάρω την πείνα μου, χορταίνω

    Русско-греческий словарь > утолить

  • 7 неутолимый

    неутоли́м||ый
    прил прям., перен ἀκόρεστος:
    \неутолимый голод ἡ ἀκόρεστη πείνα· \неутолимыйая жажда ἡ ἀκόρεστη δίψα, ἡ ἀσβεστη δίψα

    Русско-новогреческий словарь > неутолимый

  • 8 тяга

    тяга
    ж
    1. (в трубе и т. п.) τό τράβηγμα, ὁ ἐλκυσμός:
    в печи́ хорошая \тяга ἡ θερμάστρα τραβάει καλά·
    2. (тянущая сила) ἡ ἐλξη [-ις], ἡ ἐλκυση [-ις]:
    конная \тяга ἡ ἔλξις δι· ἱππων
    3. перен (влечение) ἡ δἰψα, ἡ ἐπιθυμία/ ἡ κλίση [-ις] (склонность):
    \тяга к культуре (к образованию) ἡ δἰψα γιά πολιτισμό (γιά τά γράμματα)· \тяга к музыке ἡ κλίση γιά τή μουσική.

    Русско-новогреческий словарь > тяга

  • 9 thirst

    [Ɵə:st] 1. noun
    1) (a feeling of dryness (in the mouth) caused by a lack of water or moisture: I have a terrible thirst.) δίψα
    2) (a strong and eager desire for something: thirst for knowledge.) δίψα, λαχτάρα
    2. verb
    (to have a great desire for: He's thirsting for revenge.) διψώ
    - thirstily
    - thirstiness

    English-Greek dictionary > thirst

  • 10 неутолимый

    επ., βρ: -лим, -а, -о
    ακαταπράυντος•

    -ая боль ακαταπράυντος πόνος.

    || ακόρεστος, άσβηστος•

    -ая жавда άσβηστη δίψα•

    неутолимый голод ακόρεστη πείνα (λίμα)•

    - ая жажда знаний (μτφ.) ακόρεστη δίψα γνώσεων.

    Большой русско-греческий словарь > неутолимый

  • 11 утолить

    -лго, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утоленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. καταπαύω, καταπραΰνω, σβήνω, καλμάρω• κόβω•

    утолить жэ.жду κόβω τη δίψα•

    утолить голод κόβω την πείνα.

    2. μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω, κατευνάζω, μαλακώνω, απαλύνω.
    1. καταπραΰνομαι-σβήνω• κόβομαι•

    жажда -лась η δίψα κόπηκε.

    2. μτφ. ανακουφίζομαι, μετριάζομαι, κατευνάζομαι, μαλακώνω.

    Большой русско-греческий словарь > утолить

  • 12 истомить(ся)

    истом||и́ть(ся)
    сов см. истомлять(ея)· \истомить(ся)и́ться в ожидании ἀποκάμνω νά περιμένω· \истомить(ся)и́ться от жажды ἐξαντλούμαι ἀπό τή δίψα.

    Русско-новогреческий словарь > истомить(ся)

  • 13 томиться

    том||и́ться
    βασανίζομαι, καταπονούμαι, ὑποφέρω/ λυώνω, μαραζώνω (каким-л. чувством):
    \томитьсяи́ться жаждой βασανίζομαι ἀπό τή δίψα· \томитьсяи́ть-ся в ожидании καταπονοῦμαι περιμένοντας.

    Русско-новогреческий словарь > томиться

  • 14 thirstily

    adverb με δίψα

    English-Greek dictionary > thirstily

  • 15 thirstiness

    noun δίψα

    English-Greek dictionary > thirstiness

  • 16 thirsty

    1) (suffering from thirst: I'm so thirsty - I must have a drink.) διψασμένος
    2) (causing a thirst: Digging the garden is thirsty work.) που φέρνει δίψα

    English-Greek dictionary > thirsty

  • 17 жажда

    [ζάζντα] ουσ. θ. δίψα

    Русско-греческий новый словарь > жажда

  • 18 жажда

    [ζάζντα] ουσ θ δίψα

    Русско-эллинский словарь > жажда

  • 19 загореть

    -рю, -ришь, μτχ. παρλθ. χρ. загоревший
    ρ.σ. καίγομαι στον ήλιο, μαυρίζω• κάνω ηλιοθεραπεία•

    у него лицо -ло το πρόσωπό του κάηκε στον ήλιο.

    1. καίγομαι, ΐιαίρνω φωτιά• αρχίζω να καίγομαι•

    дом -лся το σπίτι πήρε φωτιά.

    || ανάβω•

    -лись огни άναψαν φωτιές.

    || μτφ. φλογίζομαι, βγάζω φωτιές, αστράφτω•

    глаза -лись злобой и ненавистью τα μάτια πετούραν φωτιές από κακία και μίσος•

    -лся жаждой мщения άναψε από δίψα εκδίκησης•

    -лся между ними спор άναψε μεταξύ τους η συζήτηση.

    2. μτφ. κοκκινίζω•

    ее лицо -лось стыдом το πρόσωπο της κοπκίνησε από ντροπή.

    εκφρ.
    что это вам -лось? – τι’ βιάζεστε έτσι; (σα να σας καίγεται κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > загореть

  • 20 изнеможённый

    επ.
    εξασθενημένος, εξαντλημένος, καταβλημένος, αδύναμος, κατακουρασμένος•

    изнеможённый от голода, жажды λιγωμένας από την πείνα, τη δίψα•

    изнеможённый от жары λιωμένος από φοβερή ζέστη•

    изнеможённый от тяжлой работы αποκαμωμένος από βαριά δουλειά•

    изнеможённый под тяжестью βεβερημόνος, καταβλημένος.

    Большой русско-греческий словарь > изнеможённый

См. также в других словарях:

  • δίψα — δίψᾱ , δίψα thirst fem nom/voc/acc dual δίψα thirst fem nom/voc sg δίψᾱ , δίψος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίψα — η (AM δίψα) 1. η φυσιολογική ανάγκη που αισθάνεται κανείς για να πιει νερό ή άλλο υγρό 2. διακαής πόθος, ακράτητη επιθυμία («δίψα για εκδίκηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ομηρ. μτχ. < διψάων και το απαρμφ. διψήν παρουσιάζουν όμοιο… …   Dictionary of Greek

  • δίψᾳ — δίψαι , δίψα thirst fem nom/voc pl δίψᾱͅ , δίψα thirst fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίψα — η 1. το αίσθημα της ανάγκης να πιούμε οτιδήποτε πόσιμο. 2. μτφ., πολύ έντονη, ακράτητη επιθυμία για κάτι: Είναι παιδί με δίψα για μάθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διψά — διψάς venomous serpent fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίψ' — δίψα , δίψα thirst fem nom/voc sg δίψαι , δίψα thirst fem nom/voc pl δίψᾱͅ , δίψα thirst fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίψας — δίψᾱς , δίψα thirst fem acc pl δίψᾱς , δίψα thirst fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίψαι — δίψα thirst fem nom/voc pl δίψᾱͅ , δίψα thirst fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίψαν — δίψα thirst fem acc sg δίψᾱν , διψάω thirst imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δίψᾱν , διψάω thirst imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψάων — διψά̱ων , δίψα thirst fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψᾶν — δίψα thirst fem gen pl (doric aeolic) διψάω thirst pres part act masc voc sg (doric aeolic) διψάω thirst pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) διψάω thirst pres part act masc nom sg (doric aeolic) διψάω thirst pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»