Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δίφωνος

См. также в других словарях:

  • δίφωνος — speaking two languages masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφωνος — η, ο (AM δίφωνος, ον) νεοελλ. μουσ. (για τραγούδι) αυτό που τραγουδιέται με δύο φωνές αρχ. αυτός που μιλά δύο γλώσσες, δίγλωσσος …   Dictionary of Greek

  • δίφωνος — η, ο αυτός που τραγουδιέται με δύο φωνές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίφωνον — δίφωνος speaking two languages masc/fem acc sg δίφωνος speaking two languages neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφώνοις — δίφωνος speaking two languages masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφώνους — δίφωνος speaking two languages masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφωνοι — δίφωνος speaking two languages masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανών — Μορφή μουσικής σύνθεσης. Είναι πολυφωνική και ενόργανη, ενώ κατά την εκτέλεσή της οι φωνές και τα όργανα (δύο ή περισσότερα) αρχίζουν και τελειώνουν το ένα μετά το άλλο την ίδια μελωδία. Η μελωδία επαναλαμβάνεται είτε με τις ίδιες νότες (οπότε… …   Dictionary of Greek

  • κατσιά — Είδος έμμετρης ποιητικής και μουσικής σύνθεσης. Το ποιητικό είδος της κ. εμφανίστηκε πρώτη φορά στη Γαλλία τον 13ο αι., αλλά άνθησε ιδιαίτερα στην Ιταλία στα τέλη του 14ου και κατά τον 15o αι. με τα έργα των Τοσκανών ποιητών, ανάμεσα στους… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»