-
1 διστιχος
-
2 δίστιχος
η, ο [ος, ον ] состоящий из двух стихов, из двух строк
См. также в других словарях:
δίστιχος — with two rows masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίστιχος — η, ο (AM δίστιχος, ον) [στίχος] 1. κείμενο που αποτελείται από δύο στίχους ή δύο γραμμές 2. το ουδ. ως ουσ. το δίστιχο (AM δίστιχον) φρ. «ελεγειακό δίστιχο» επίγραμμα ή ενότητα από δύο στίχους κυρίως στην ελεγειακή ποίηση, από τους οποίους ο… … Dictionary of Greek
δίστιχος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από δύο γραμμές, δύο στίχους: Δίστιχο ποίημα. 2. το ουδ. ως ουσ., δίστιχο δημοτικό τραγούδι που αποτελείται από δύο στίχους, μαντινάδα, λιανοτράγουδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίστιχον — δίστιχος with two rows masc/fem acc sg δίστιχος with two rows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστίχου — δίστιχος with two rows masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστίχους — δίστιχος with two rows masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστίχων — δίστιχος with two rows masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστίχῳ — δίστιχος with two rows masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίστιχα — δίστιχος with two rows neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίστιχοι — δίστιχος with two rows masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
дистих — ДИ´СТИХ (греч. δίστιχος двустишие) в античной поэзии самостоятельное, законченное двустишие, выражающее оригинальную глубокую мысль. Чаще это так называемый элегический дистих, состоящий из гекзаметра и пентаметра: Слышу умолкнувший звук… … Поэтический словарь