Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δίπαις

См. также в других словарях:

  • δίπαις — δίπαις, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει δύο παιδιά 2. «δίπαις θρήνος» θρήνος που άδεται από τα δύο παιδιά τού νεκρού …   Dictionary of Greek

  • δίπαις — with two children masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίπαιδα — δίπαις with two children masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίπαιδας — δίπαις with two children masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίπαιδος — δίπαις with two children masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»