-
1 διπαις
- παιδος adj. двухдетныйΒῆλος δ. Aesch. — Бел, имевший двух сыновей;
δ. ἐπιτύμβιος θρῆνος Aesch. — плач обоих детей на могиле (отца)
См. также в других словарях:
δίπαις — δίπαις, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει δύο παιδιά 2. «δίπαις θρήνος» θρήνος που άδεται από τα δύο παιδιά τού νεκρού … Dictionary of Greek
δίπαις — with two children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπαιδα — δίπαις with two children masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπαιδας — δίπαις with two children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπαιδος — δίπαις with two children masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek