-
1 διμοιρον
τό1) половина(κακοῦ Aesch.)
2) полудрахма (= 3 обола) Plat.3) ( в Риме) половина римского фунта(λίτραι ἑπτακαίδεκα καὴ δ. Plut.)
-
2 δίμοιρον
το две трети
См. также в других словарях:
δίμοιρον — δίμοιρος two thirds masc/fem acc sg δίμοιρος two thirds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμοιρο — το (Α δίμοιρος, ον Μ δίμοιρον, το) το ουδ. ως ουσ. το δίμοιρο(ν) τα δύο τρίτα ενός συνόλου αρχ. α) το μισό τής δραχμής β) το μισό τής λίτρας αρχ. επίθ. δίμοιρος, ον 1. διαιρεμένος στα δύο 2. φρ. δίμοιρον ή «δίμοιρον ἔπους» ή «δίμοιρον ἐπικόν» το… … Dictionary of Greek
AS — mensoribus olim pes: Arithmeticis unitas: in re nummaria cum unciis suis ad imitationem Graecorum λίτρας καὶ χαλκῶν formatus est; qui partes eius non nisi numeris exprimunt. Sic unciam seu duodecimam partem δωδέκκτον, sextantem ἕκτον, quadrautem… … Hofmann J. Lexicon universale
LEONE picto — Nili ἀνάβασιν repraesentabant Aegyptii, ut scribit Orus, Ε᾿πειδὴ ὁ ἣλιος εν λέοντι γενόμενος πλείονα την` ἀνάβασιν το Νείλου ποιεῖται, ὥςτε ἐπιμεν´οντος τȏυ ἡλίου τῷ ζωδίῳ τούτῳ τὸ δίμοιρον τȏυ νέου ὓδατος πλημμυρεῖν πολλάκις, Quoniam Sol in… … Hofmann J. Lexicon universale