Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δίκρος

См. также в других словарях:

  • δίκρος — forked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκρον — δίκρος forked masc acc sg δίκρος forked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκρα — δίκρᾱ , δίκροος forked neut nom/voc/acc pl δίκρος forked neut nom/voc/acc pl δίκρᾱ , δίκρος forked fem nom/voc/acc dual δίκρᾱ , δίκρος forked fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκρας — δίκρᾱς , δίκρος forked fem acc pl δίκρᾱς , δίκρος forked fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκροος — δικρόα, δίκροο (Α δίκροος και δικρόος, α, ον και δίκρους, ουν και δίκρος, α, ον) (για τη χηλή ζώων, τη γλώσσα φιδιών, τη μήτρα κ.λπ.) δισχιδής, διχαλωτός νεοελλ. 1. φρ. «δίκροοι νομείς» οι ακραίοι νομείς, καμπύλες δοκοί, προς την πλώρη και την… …   Dictionary of Greek

  • στόλοκρος — ον, Α 1. φαλακρός 2. άξεστος 3. (για γίδα) αυτή που δεν έχει κέρατα αλλά μικρά εξογκώματα («ταύτας δὲ καὶ στολόκρους ἔλεγον τὰς αἶγας», Ησύχ.) 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στόλοκρον α) εξόγκωμα στα μικρά ζώα που αναπτύσσεται σε κέρατο β) κεφαλόδεσμος,… …   Dictionary of Greek

  • δίκραν — δίκρᾱν , δίκρος forked fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκροι — δίκροος forked masc nom/voc pl (attic) δίκροος forked masc/fem nom/voc pl δίκρος forked masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκροις — δίκροος forked masc/fem/neut dat pl δίκρος forked masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκρους — δίκροος forked masc nom sg (attic) δίκροος forked masc/fem nom pl δίκροος forked masc/fem nom/voc sg δίκρος forked masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκρῳ — δίκροος forked masc/fem/neut dat sg δίκρος forked masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»