-
1 διδυμος
I3 и 21) двойной, парный(αὐλοί Hom.; τὸ ἀριστερὸν καὴ δεξιὸν δίδυμα Arst.)
χερὴ διδύμᾳ Pind. — обеими руками, но διδύμαιν χειροῖν Soph. руками двух соучастников;διδύμη ἅλς Soph. — оба моря, т.е. Понт и Боспор;γενέσεις δίδυμοι Plat. — двойня2) двойственный, двоякий(φύσις Arst.). - см. тж. δίδυμα
IIὅ1) (тж. δ. κασίγνητος Pind.) близнец (из двойни)δίδυμοι Hom. и δύο διδύμω Eur. — братья-близнецы;
οἱ Δίδυμοι (тж. Διόσκοροι) Arst. — созвездие Близнецов2) pl. τεστιγυμι Arst. -
2 Διδυμος
ὁ Дидим (александрийский грамматик I в. до н.э.) Plut. -
3 Δίδυμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Δίδυμος
-
4 Δίδυμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Δίδυμος
-
5 δίδυμος
-
6 Δίδυμος
Близнец (прозвище ап. Фомы).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Δίδυμος
-
7 Δίδυμος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Δίδυμος
-
8 διδυμνος
-
9 διδυμα
τά1) пара(τὰ δίδυμα τῶν ᾠῶν Arst.; δ. τέκνων Soph.)
2) двойня(τίκτειν δ. Arst.). - см. тж. δίδυμος
-
10 επταδυμος
2[ по образцу δίδυμος] одновременно рожденный в числе семерых, каждый из семерых близнецов Arst. -
11 τριδυμος
2[ по аналогии с δίδυμος, от δύο] троичный, тройнойτρίδυμοι παῖδες Plut. — тройни;
τρίδυμοι ἀδελφοί Plut. — три брата-близнеца -
12 1324
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1324
См. также в других словарях:
δίδυμος — double masc nom sg δίδυμος double masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίδυμος — double masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… … Dictionary of Greek
δίδυμος — η, ο αυτός που γεννήθηκε στην ίδια γέννα μαζί με άλλον: Δίδυμα αδέρφια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δίδυμος Αλεξανδρείας — (Αλεξάνδρεια 313 – 395; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Αναφέρεται και ως Δ.ο Τυφλός. Παρότι τυφλώθηκε σε παιδική ηλικία, έλαβε υψηλή μόρφωση και τον θεωρούσαν αυθεντία στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Το έργο του που διασώθηκε διακρίνεται σε… … Dictionary of Greek
Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ.). Επιφανής γραμματικός της Αλεξάνδρειας που επονομάστηκε Χαλκέντερος για το πλήθος των έργων που έγραψε (υπολογίζονται σε 3.500 τόμους). Οι πραγματείες του ήταν κριτικοερμηνευτικές και λεξικογραφικές, αναφέρονταν στη σωστή χρήση της … Dictionary of Greek
Άρειος Δίδυμος — (Αλεξάνδρεια 83 π.Χ. – 10 μ.Χ.).Φιλόσοφος, δάσκαλος του αυτοκράτορα Αυγούστου και φίλος του Μαικήνα. Ο Στοβαίος και ο Ευσέβιος έχουν περισώσει αποσπάσματα του έργου του που αφορούν τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και των στωικών και την ηθική… … Dictionary of Greek
διδύμω — δίδυμος double masc/neut nom/voc/acc dual δίδυμος double masc/neut gen sg (doric aeolic) δίδυμος double masc/fem/neut nom/voc/acc dual δίδυμος double masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίδυμον — δίδυμος double masc acc sg δίδυμος double neut nom/voc/acc sg δίδυμος double masc/fem acc sg δίδυμος double neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδύμων — δίδυμος double fem gen pl δίδυμος double masc/neut gen pl δίδυμος double masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδύμοιο — δίδυμος double masc/neut gen sg (epic) δίδυμος double masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)