Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δέδιμεν

См. также в других словарях:

  • δέδιμεν — δείδω perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείδω — (Α) Ι. 1. φοβάμαι 2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις») 3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί θ. «δέδοιχ ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά»… …   Dictionary of Greek

  • du̯ei- —     du̯ei     English meaning: to fear     Deutsche Übersetzung: “fũrchten”     Material: Av. dvaēϑü “menace”; Arm. erknč̣ im “ I fear “, erkiuɫ “fear” (anlaut as in erku “two” : *du̯ōu Meillet MSL. 8, 235); Gk. Hom. δείδω “dread” (*δέ δFοι̯ α) …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»