Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δύσ-μορφος

См. также в других словарях:

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • ζωόμορφος — η, ο (Α ζῳόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή ζώου, ζωοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, δύσ μορφος] …   Dictionary of Greek

  • θηρομορφία — θηρομορφία, ἡ (Α) θηριομορφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μορφία (< μορφος < μορφή), πρβλ. δυσ μορφία, ομοιο μορφία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»