-
1 δύσδεικτος
δύσ-δεικτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσδεικτος
См. также в других словарях:
ευαπόδεικτος — η, ο (Α εὐαπόδεικτος, ον) αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο δεικτός (< απο δεικνύω) πρβλ. δυσ απόδεικτος, αν από δεικτος] … Dictionary of Greek