-
1 δύσφαμος
1 of ill fameθανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37
См. также в других словарях:
δύσφημος — η, ο (AM δύσφημος, ον Α δωρ. και δύσφαμος, ον) υβριστικός, κακολόγος μσν. βλάσφημος αρχ. 1. δυσοίωνος, απαίσιος 2. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα … Dictionary of Greek